Η Ιερα Μονη Γενεθλιου της Θεοτοκου
(Πελαγια), εξεδωσε, πόνημα του Μητροπολιτου
Ναυπακτου
¨Οι Θεομητορικες Εορτες¨.
Πιο κατω, μπορειτε να διαβασετε μιαν εκτενη περιληψη του βιβλιου, όπως την
αναγραφει ο Ιδιος ο Μητροπολιτης, και περιλαμβανεται στην Ιστοσελιδα της Ιερας Μονης..
Οἱ
Θεομητορικές ἑορτές δέν ἐξυμνοῦν μόνο τό μεγαλεῖο καί τήν δόξα
τῆς Παναγίας, ἀλλά συγχρόνως
μᾶς ὑποδεικνύουν, κατ᾿ ἀναλογία, καί τόν τρόπο τῆς πορείας μας ἀπό τό κατ᾿ εἰκόνα στό καθ᾿ ὁμοίωση.
Ἡ Παναγία ὑπέδειξε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅτι
ἡ ἡσυχία
καί ἡ νοερά προσευχή..εἶναι ὁ μόνος δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν θεογνωσία καί τήν σωτηρία καί μέ τόν τρόπο αὐτό γίνεται πρότυπο ζωῆς γιά ὅλους μας.
Μελετώντας κανείς τήν Καινή Διαθήκη διαπιστώνει
ὅτι λίγα χωρία μπορεῖ νά βρῆ πού ἀναφέρονται στήν Μητέρα
τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, τά γεγονότα
γιά
τήν
Θεομητορική
ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπως
καί
γιά τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου
στόν Ναό, περιγράφονται στό
«Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου»,ἔργο
ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ
δευτέρου
ἡμίσεος τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος, πού εἶναι ἀπόκρυφο καί δέν ἔχει συμπεριληφθῆ στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἐπίσης, γεγονότα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου περιγράφονται σέ
ἄλλο ἀπόκρυφο κείμενο, στήν ἐπιστολή
τοῦ Εὐαγγελιστοῦ
Ἰωάννου
«Εἰς τήν Κοίμηση τῆς Ἁγίας Θεοτόκου»,τοῦ 5ου καί ἀρχάς τοῦ 6ου αἰῶνος.
Ὑπάρχουν πολλά ἀπόκρυφα
κείμενα, πού εἶναι ἐξωβιβλικά kai τῶν ὁποίων ὁ ἄγνωστος συγγραφεύς κρύπτεται κάτω ἀπό τό ὄνομα ἑνός γνωστοῦ προσώπου στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἑνός Ἀποστόλου, προσπαθώντας ἔτσι νά ἐξασφαλίση
κύρος καί γι’ αὐτό μιμεῖται τά κανονικά κείμενα.
Ἡ Ἐκκλησία, παρά ταῦτα, μέ τήν ὑμνογραφία, τήν εἰκονογραφία καί τίς ἑορταστικές ὁμιλίες τῶν Πατέρων, προσέλαβε ἐπιλεκτικά
μερικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς τῆς Παναγίας
ἀπό τά ἀπόκρυφα
κείμενα, –ὄχι τίς μυθοπλασίες– τά ὁποῖα καλύπτουν τό κενό πού
παρατηρεῖται στήν Καινή Διαθήκη
γιά τό θέμα αὐτό.
Ἡ θεολογία γιά τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ αὐξανόταν στήν διαδρομή
τῶν αἰώνων, καί αὐτό εἶχε σχέση μέ τήν ἀντιμετώπιση ἀπό τήν Ἐκκλησία
τῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων γιά
τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, θεία καί ἀνθρωπίνη, κυρίως τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων τοῦ Νεστορίου πού χαρακτήριζε τήν Παναγία
ὡς Χριστοτόκο.
Ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰώνα οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες κάνουν τίς πρῶτες ἀναφορές γιά τήν
Παναγία καί παρουσιάζουν τά πρῶτα δείγματα τῆς θεολογίας γιά τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ.
Στόν ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας συναντᾶμε ἕνα χαρακτηριστικό χωρίο:
«καί ἔλαθεν τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας καί ὁ τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου· τρία μυστήρια
κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη». Ἀπό τά τρία μυστήρια
πού ἔγιναν μέσα στήν ἡσυχία τοῦ Θεοῦ καί διέλαθαν τῆς προσοχῆς τοῦ διαβόλου, τά δύο ἀναφέρονται στήν
Παναγία, καί αὐτά εἶναι ἡ παρθενία της καί ὁ τοκετός της. Αὐτό δείχνει καί τήν
μεγάλη ἀξία τῆς ἡσυχίας ὡς μεθόδου ἀγωγῆς καί τῆς πορείας πρός τήν
θέωση.
Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λυῶνος,
συγκρίνει τήν Εὔα μέ τήν
Παρθένο Μαρία καί διακρίνει τήν διαφορά
μεταξύ τους, ἀφοῦ ἀπό τήν ἀνυπακοή τῆς Εὔας προῆλθε ὁ θάνατος στό ἀνθρώπινο γένος, ἐνῶ ἀπό τήν ὑπακοή τῆς Παρθένου Μαρίας προῆλθε ἡ σωτηρία. Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ἀναπτύσσει τόν
παραλληλισμό μεταξύ τῆς Μαρίας καί τῆς Ἐκκλησίας,ὅτι ἡ Μαρία εἶναι ἡ παρθένος γῆ ἀπό τήν ὁποία ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τό σῶμα τοῦ νέου Ἀδάμ.Τόν 3ο αἰώνα γίνεται ὁ συνδυασμός τῆς Παρθένου καί τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά παράδειγμα ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς γράφει: «Μία δέ μόνη γίνεται μήτηρ παρθένος· Ἐκκλησίαν ἐμοί φίλον αὐτήν καλεῖν». Καί ἀλλοῦ γράφει: «Μαρίαν τήν ἀειπάρθενον, τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν». Ἡ Παρθένος Μαρία ὑπενθυμίζει τήν Ἐκκλησία, γιατί, ὅπως δέν νοεῖται Χριστός χωρίς τήν μητέρα Του, ἔτσι δέν νοεῖται Χριστός χωρίς τήν Ἐκκλησία.
Οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος,
ἤτοι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί λίγο
ἀργότερα ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὅπως τό συναντᾶμε στά ἔργα τους, ἀναφέρονται, ἔστω καί σποραδικῶς, στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, τονίζοντας
τήν παρθενία της, τήν εἰκόνα τῆς ἐν οὐρανοῖς ζωῆς της, τήν «μητέρα τῶν ζώντων», τόν «τύπο τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά ὑπογραμμίζουν, κυρίως, τόν κεντρικό ρόλο της στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
Γιά παράδειγμα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πολεμώντας τούς Ἀρειανούς καί ὑποστηρίζοντας τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, κάνει λόγο καί γιά τήν Θεοτόκο Παρθένο.
Σέ ἕνα σημεῖο τῶν λόγων του κατά τῶν Ἀρειανῶν γράφει ὅτι ὁ σκοπός καί ὁ χαρακτήρας τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ διπλή ἐξαγγελία τοῦ Σωτῆρος ὅτι πρῶτον «ἀεί Θεός ἦν καί Υἱός ἐστί, Λόγος ὤν καί ἀπαύγασμα καί σοφία τοῦ Πατρός» καί
δεύτερον ὅτι ἔπειτα γιά μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος «σάρκα λαβών ἐκ Παρθένου Μαρίας».
Αὐτόν τόν διπλό σκοπό τῶν Γραφῶν μπορεῖ νά βρῆ κανείς «διά πάσης τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς σημαινόμενον» καί
καταγράφει πολλά ἁγιογραφικά χωρία.Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σέ μιά ἐπιστολή του ἐναντίον τοῦ Ἀπολλιναρίου ἀναφέρεται
στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί ὁπωσδήποτε καί στήν ἀξία τῆς Θεοτόκου, πού εἶναι συνέπεια τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔχει τόση μεγάλη ἀξία, ὥστε ἀναφέρθηκε καί στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τό 431 μ.Χ., ἡ ὁποία συγκλήθηκε κατά τοῦ Νεστορίου καί ἀνέδειξε σέ δόγμα τόν ὅρο Θεοτόκος.Ὁ ἅγιος Γρηγόριος,
λοιπόν, ὁ Θεολόγος, πρίν
κατοχυρωθῆ δογματικά ὁ ὅρος Θεοτόκος, γράφει ὅτι, ὅποιος δέν θεωρεῖ τήν ἁγία Μαρία Θεοτόκο,
δέν πιστεύει στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ἄθεος. Ὅταν οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν κάποιον ἄθεο, τό ἐννοοῦν μέ τήν ἔννοια ὅτι πιστεύει σέ ἕναν Θεό πού δέν ὑφίσταται, σέ ἕναν ἀνύπαρκτο Θεό. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τήν ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστί τῆς θεότητος».
Καί συνεχίζει νά γράφη ὅτι ὅποιος λέγει ὅτι ὁ Χριστός πέρασε ἀπό τήν Παρθένο «ὡς διά σωλῆνος» καί δέν διαπλάσθηκε
μέσα σέ αὐτήν συγχρόνως θεϊκῶς, δηλαδή, «χωρίς ἀνδρός» καί ἀνθρωπίνως, γιατί ὁ Χριστός μεγάλωσε
«νόμῳ κυήσεως»,
αὐτός εἶναι «ὁμοίως ἄθεος».
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο γιά τό ὅτι ἡ ἁγία Μαρία γέννησε
τόν Θεό Λόγο καί γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποκαλῆται Θεοτόκος, σέ λόγο
του «Κατά τῶν μή βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τήν Ἁγίαν Παρθένον»,
γράφει ὅτι αὐτός ὁ Λόγος γενόμενος «ἐν τῇ μακαρίᾳ Παρθένῳ», ἔλαβε στόν ἑαυτό Του τόν ἴδιο ναό «ἐκ τῆς οὐσίας τῆς Παρθένου» «καί προῆλθεν ἐξ αὐτῆς» θεωρούμενος μέν ἔξωθεν ἄνθρωπος, «ἔνδοθεν δέ Θεός ὑπάρχων ἀληθινός» καί μετά τήν
γέννησή Του «παρθένον τήν τεκοῦσαν τετήρηκεν».
Ὁπότε, «εἰκότως καί Θεοτόκος καί παρθενομήτωρ ἡ μακαρία δικαίως ἄν λέγοιτο», γιατί ὁ Ἰησοῦς πού γεννήθηκε ἐξ αὐτῆς δέν ἦταν «ἄνθρωπος ψιλός», δηλαδή ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά ἦταν Θεός. Μάλιστα, σέ ἐπιστολή του πού ἀπέστειλε στόν Νεστόριο
ἀναθεματίζει αὐτούς πού δέν ὁμολογοῦν τήν ἁγία Παρθένο ὡς Θεοτόκο:
«Εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ, Θεόν εἶναι κατά ἀλήθειαν τόν Ἐμμανουήλ καί διά τοῦτο Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον–γεγέννηκε γάρ σαρκικῶς σάρκα γεγονότα τόν ἐκ Θεοῦ Λόγον– ἀνάθεμα ἔστω».Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ὅτι οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος στόν ἀγώνα πού ἔκαναν γιά νά κατοχυρώσουν καί νά ὁμολογήσουν τήν πίστη
τους στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀσχολήθηκαν καί μέ τήν ἁγία Παρθένο, τήν ὁποία χαρακτηρίζουν Θεοτόκο.
Αὐτή ἡ διδασκαλία ἀπετέλεσε τήν βάση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού συγκλήθηκαν γιά τόν σκοπό αὐτό.
Ἔτσι, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πού
συγκλήθηκε τό 431 μ.Χ. στήν Ἔφεσο ἀντιμετώπισε τόν Νεστόριο, ὁ ὁποῖος ἀπέκρουε τόν ὅρο Θεοτόκος, λέγοντας ὅτι ὁ ὅρος αὐτός δέν ὑπάρχει στήν Ἁγία Γραφή, καθώς ἐπίσης ἀπέκρουε καί τήν φράση μήτηρ Θεοῦ καί δεχόταν τόν ὅρο Χριστοτόκος καί ἀνθρωποτόκος, ἀπεφάνθη, ὅπως καταγράφεται στήν ἔκθεση πίστεως τῶν «καταλλαγῶν»:
«Κατά ταύτην τήν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν».Τόν ὅρο Θεοτόκο γιά τήν
Μητέρα τοῦ Χριστοῦ τόν συναντᾶμε καί στίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές Συνόδους, ἤτοι τήν Δ΄, Ε΄ καί
τήν ΣΤ΄.
Πάντως, μέ ἀφορμή τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ Ἐκκλησία ἀνέπτυξε σέ βάθος ὅλη τήν θεολογία τῆς Θεοτόκου ἀειπαρθένου Μαρίας καί
συνέδεσε στενά τήν Χριστολογία μέ τήν Θεοτοκολογία.
Ὁ ὅρος Θεοτόκος πού
χρησιμοποιήθηκε γιά τήν Παναγία ἀνυψώθηκε σέ δόγμα.
Ἀπό τότε θεσπίσθηκαν οἱ Θεομητορικές ἑορτές, καθιερώθηκαν
λαμπροί Ναοί, ἀλλά καί ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Πατέρες ὅλη ἡ θεολογία γιά τήν
Παναγία, χωρίς, ὅμως, νά φθάνουν στήν «Μαριολατρεία», ὅπως παρατηρήθηκε στήν Δύση. Στούς Πατέρες αὐτούς συγκατελέγονται ὁ ἅγιος Πρόκλος
Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, ὁ ἅγιος Μόδεστος Ἱεροσολύμων,Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Γερμανός
Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος κ.ἄ.
Μετά τόν 5ο αἰώνα ὁ κατ’ ἐξοχήν«Θεομητορικός αἰώνας» εἶναι ὁ 14ος αἰώνας,ὅπως φαίνεται στά κείμενα
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἱεροῦ Νικολάου Καβάσιλα, καί τοῦ ἁγίου Θεοφάνους
Νικαίας.
Σέ ἄλλες ἑνότητες θά δοῦμε τήν θεολογία τους, ὅπως διατυπώνεται σέ χαρακτηριστικές ἐκφράσεις τους.Πρέπει
νά σημειωθῆ ὅτι ὁ καθορισμός τῶν ἑορτῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἄρχισε κατ’ ἀρχάς στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κοιμήθηκε ἡ Παναγία καί ὑπῆρχε ὁ κενός
τάφος της, καί ἀπό ἐκεῖ οἱ ἑορτές εἰσήχθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν ἅγιο Ἀνδρέα, Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης,
τόν Ἱεροσολυμίτη.
Οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς ἐποχῆς ἔγραφαν ἐγκώμια πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου,
παρουσιάζοντας τά γεγονότα καί χρησιμοποιώντας πολλά κοσμητικά ἐπίθετα καί ὡραῖες εἰκόνες, ἰδίως αὐτό ἔγινε ἀπό τόν ἅγιο Γερμανό
Κωνσταντινουπόλεως.Στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν 8 αἰώνα, ὡς δογματικός θεολόγος, συνόψισε ὅλη τήν θεολογική διδασκαλία
γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ ἔντονα λογοτεχνικό
τρόπο.Ὅμως, τόν 14ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰσήγαγε στήν θεολογία τῆς Θεοτόκου τήν ἡσυχαστική παράδοση,
παρουσιάζοντας τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὡς πρότυπο ἡσυχαστοῦ καί ἐμπειρικοῦ θεολόγου.
Τό ὅτι οἱ Θεομητορικές ἑορτές καθιερώθηκαν μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου δέν σημαίνει ὅτι ἡ πρώτη Ἐκκλησία δέν ἀγαποῦσε τήν Θεοτόκο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁμιλώντας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, γράφει ὅτι παραδεχόμαστε ὅλα τά δόγματα καί τά
κηρύγματα πού φυλάσσονται στήν Ἐκκλησία, καί ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα ἔχουμε «ἀπό τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας» καί ἄλλα «ἀπό τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ».
Καί, ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά ἐγκαταλείψουμε «τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν», ὡσάν νά μήν ἔχουν ἀξία, τότε θά φθάσουμε
«εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες
τό Εὐαγγέλιον».
Ἔτσι καί ἡ τιμή τῶν πρώτων Χριστιανῶν πρός τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀνήκει στά «ἄγραφα τῶν ἐθῶν», καί στά «ἄγραφα τῆς Ἐκκλησίας μυστήρια».
Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, τιμώντας τήν Παναγία, τήν ἔθεσε στό κέντρο τῆς ζωῆς της καί τῆς θείας Λειτουργίας, ἀφοῦ τήν μνημονεύει ἀμέσως μετά τήν
μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, καί τήν ὑμνεῖ ὡς μητέρα τοῦ Φωτός καί μητέρα τῆς Ζωῆς.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τιμᾶ κανείς τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ δείχνει τήν θεολογία
πού τόν διακρίνει καί τόν χαρακτηρίζει, ἄν ὀρθοδοξῆ ἤ ἄν ἀποκλίνη ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση.
Αὐτό, ἐκτός ἀπό τούς ἀρχαίους αἱρετικούς, φαίνεται στήν διαφορά μεταξύ τῆς δυτικῆς καί τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Στήν
Δύση λόγῳ τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία στηριζόταν στόν
φιλοσοφικό στοχασμό, καί λόγῳ τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν Μεταρρυθμιστῶν-Προτεσταντῶν ἀναπτύχθηκε μιά ἰδιαίτερη «Μαριολατρεία», ἡ ὁποία ἐξέκλινε ἀπό τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.Ἔτσι, τό δόγμα στήν
δυτική παπική θεολογία περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Μαρίας (immaculate conception) συνδέεται μέ τήν θεολογία της περί
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ποιά εἶναι ἡ οὐσία του· τό δόγμα περί
τῆς συλλυτρωτικῆς ἰδιότητος τῆς Θεοτόκου
(corredemptrix) συνδέεται μέ τήν θεωρία τῆς σχολαστικῆς θεολογίας περί τῆς ἀπολυτρωτικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Σταυρό· στήν συνέχεια καί τά δύο αὐτά δόγματα συνδέονται
στενά μέ τό δόγμα περί Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου (Assumptio).
Οἱ Πατέρες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται καθαρά στίς ὁμιλίες τους, ἀναφέρονται γιά ὅλα τά θεομητορικά γεγονότα, ἀπό τήν σύλληψη τῆς ἁγίας Ἄννης μέχρι τήν κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί τήν μετάστασή της στούς οὐρανούς, ἤτοι τήν ζωοποίηση-ἀνάσταση τοῦ σώματός της καί τήν ἀνάληψή της στούς οὐρανούς, μέσα στά ὀρθόδοξα πλαίσια, καθώς
ἐπίσης γιά τό
προπατορικό ἁμάρτημα καί τήν θέωση
τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαλλαγμένο ἀπό αἱρετικές κακοδοξίες.
Αὐτό θά φανῆ στίς ἑπόμενες ἀναλύσεις.Βεβαίως, σπανίζουν οἱ θεολογικές μελέτες γιά τήν Θεοτόκο Μαρία, ἐκτός ἀπό ὁμιλίες καί σχολιασμούς
ὁμιλιῶν, πιθανόν γιατί ὑπάρχει ὁ φόβος ἐκτροπῆς ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ὑπάρχουν μερικοί θεολόγοι,
οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι στίς
Θεομητορικές ἑορτές, κάνουν λόγο γιά
δόγματα, γιά θεολογούμενα καί γιά εὐσεβεῖς παραδόσεις.
Ἀλλά, ὅπως εὐφυῶς ἔχει λεχθῆ, ἡ διάκριση μεταξύ αὐτῶν εἶναι δύσκολη, ἐνίοτε δέ καί ἀδύνατη, γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά ὁμιλήση γιά τήν Θεοτόκο, ἄν δέν δογματίση, ἄν δέν τήν συνδέση μέ τό δόγμα περί Χριστοῦ.
Ἐπανειλημμένως θά τονισθῆ στίς ἑπόμενες ἀναλύσεις ὅτι ἡ Θεοτοκολογία συνδέεται στενά μέ τήν Χριστολογία, πού
σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία
περί τοῦ Χριστοῦ συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν
διδασκαλία περί τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει ὅτι ὁ ὅρος Θεοτόκος «ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησιν».
Μελέτησα ὅλες τίς Θεομητορικές ἑορτές καί προσπάθησα νά τίς ἑρμηνεύσω μέσα ἀπό τό Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας, τούς λόγους τῶν Πατέρων, τήν ἱερή ὑμνογραφία, τήν εἰκονογραφία καί γενικά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ μερικά σημεῖα μέ βοήθησαν διάφορα ἔργα, ὅπως τοῦ Παναγιώτη Νέλλα, τῆς Ἀμαλίας Σπουρλάκου-Εὐτυχιάδη, τοῦ Ἰωάννη Καραβιδόπουλου γιά τά ἀπόκρυφα εὐαγγέλια, τοῦ Γεωργίου Φίλια γιά τίς Θεομητορικές ἑορτές, καί ἐπιλεκτικά ἑρμηνευτικά σχόλια
διαφόρων θεολόγων.
Ἡ βάση, ὅμως, τῶν ἀναλύσεων αὐτῶν στηρίχθηκε στίς
προσωπικές μου μελέτες καί στήν ἀγάπη μου πρός τήν Θεοτόκο Μαρία.
Ἐπικαλούμουν συνεχῶς τίς πρεσβεῖες της καί αἰσθανόμουν
ποικιλοτρόπως τήν εὐλογία της. Αὐτό τό τελευταῖο τό γράφω μόνον ὡς ἀπόδοση εὐγνωμοσύνης στό πανάγιο πρόσωπό της.
Γιατί, καίτοι ἀσχολήθηκα μαζί της στό
μέσον ποικίλων πειρασμῶν καί κανονικά δέν θά ἔπρεπε νά ἔχω ὄρεξη νά γράφω, ἐν τούτοις ἐκείνη μοῦ ἔδινε δυνατή ἔμπνευση γιά τήν ὁλοκλήρωση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Εἶμαι βαθύτατα εὐγνώμων στήν θεομητορική της στοργή.
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος