Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΑΡΑΓΜΑ...ΚΑΙ Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ

 










Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας, δηλαδή πρίν 50 χρόνια, καί μάλιστα τήν δεκαετία τοῦ 1970, καί στήν συνέχεια, γινόταν πολύς λόγος, μέ ἐπίδραση ἀκραίων προτεσταντικῶν ὀργανώσεων τῆς Ἀμερικῆς, γιά τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου πού θά σφραγίση τούς Χριστιανούς, γιά τό ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἦλθε ἤ πρόκειται σύντομα νά ἔλθη, μέ παρερμηνεία τῶν σχετικῶν χωρίων τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.

Τότε κάθε νέο πού εἰσαγόταν στήν κοινωνία, κάθε νέα ἀνακάλυψη τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, κάθε νέος τρόπος διακίνησης τῶν προϊόντων μέ γραμμωτό κώδικα (bar code) καί προστασίας τῆς κοινωνίας, μέ νόμους γιά τίς ταυτότητες, τά διαβατήρια, τούς ἑνιαίους ἀριθμούς χαρακτηριζόταν ὡς ἐμφάνιση τοῦ ἀντιχρίστου ἤ τῶν προδρόμων του, καί καθένας πού ἔκανε χρήση αὐτῶν τῶν νέων ἐπιτηδευμάτων, θεωρεῖτο ἀπό μερι­κούς συντηρητικούς ὅτι δέχθηκε τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου καί ἦταν ὁπαδός του.

Αὐτό συνεχίστηκε καί τά ἑπόμενα χρόνια. 

Τά ἴδια γράφονται καί λέγονται καί σήμερα γιά τά φάρμακα, τά ἐμβόλια πού χρησιμοποιοῦνται ἐναντίον τοῦ κορω­νοϊοῦ, συνεχίζοντας ὅλη αὐτήν τήν συζήτηση πού γινόταν τίς δεκαετίες τοῦ 1970 καί 1980, ὅτι δηλαδή ὁ ἀντίχριστος μέ αὐτά σφραγίζει τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Χριστό.

Εἶναι καί αὐτό μιά μέθοδος τοῦ διαβόλου ὥστε νά γίνεται συνεχῶς λόγος γι’ αὐτόν, νά ἀσχολοῦνται ὅλοι μαζί του, νά παραπλανᾶ τόν νοῦ τους καί νά τούς ἔχει συνέχεια δούλους του, καί μάλιστα νά ὑπερτιμοῦν τήν δύναμή του καί συγχρόνως νά μήν ἀσχολοῦνται καθόλου μέ τόν Χριστό. 

Ὄντως, φοβερή καί σατανική πλάνη

Μέ ἀφορμή τήν συζήτηση πού γινόταν τήν ἐποχή ἐκείνη, καί μάλιστα τό ἔτος 1987, δηλαδή πρίν σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια, εἶχα γράψει ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο ὅμως ἔχει ἐπικαιρότητα στήν ἐποχή μας. 

Σέ αὐτό τό κείμενο ἑρμήνευα τά σχετικά χωρία τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου τόσο γιά τό χάραγμα τοῦ ἀντιχρίστου ὅσο καί γιά τό σφράγισμα τοῦ Χριστοῦ βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, κυρίως τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Ἀρέθα Ἐπισκόπου Καισαρείας.

Ἡ ἑρμηνευτική βάση εἶναι ὅτι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου δέν εἶναι κάτι τό ἐξωτερικό, ἐπιφανειακό καί σωματικό, δέν εἶναι μιά τροφή ἤ ἕνα φάρμακο, ἀλλά συνδέεται μέ τήν ἐπίγνωση, τήν ἐνσυνείδητη ἀποδοχή, τήν λατρεία καί τήν προσκύνηση τοῦ ἀντιχρίστου

Ἐκεῖνος, ὅμως, πού ἔχει τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά του, ἀναγνωρίζει τόν ἀντίχριστο καί τίς ἐνέργειές του καί ὁ ἀντίχριστος δέν ἔχει καμιά ἐξουσία πάνω του.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: 

«Ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄ Κορ. β΄, 16) καί βεβαίως «οὐ γάρ αὐτοῦ (τοῦ σατανᾶ)» τά νοήματα ἀγνο­οῦμεν» (Β΄ Κορ. β΄, 11). 

Ὅσοι ἔχουν νοῦ Χριστοῦ, πού ἔχουν ἐνεργοποιημένη τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τους, μποροῦν νά καταλάβουν τήν παρουσία τοῦ ἀντιχρίστου καί τῶν προδρόμων του καί νά κάνουν τήν διάκριση μεταξύ ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ καί ἐνέργειας τοῦ ἀντιχρίστου. Πρόκειται γιά τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως.

Παραθέτω τό κείμενο αὐτό γιά νά ἑρμηνευθοῦν τά σχετικά μέ ὅσα λέγονται στίς ἡμέρες μας γιά τό σφράγισμα τοῦ ἀντι­χρίστου, μέ βάση τήν πατερική καί ἐκκλησιαστική παράδοση γιά νά μή παρασυρόμαστε ἀπό ἀμφίβολες ἑρμηνεῖες.








Συχνά στίς ἡμέρες μας γίνεται λόγος γιά τόν ἀντίχριστο καί γιά τό χάραγμα τοῦ ἀντιχρίστου. Βρι­σκόμαστε σέ ἀποκαλυπτικούς καιρούς.

Ὁ ἀντίχριστος ὑπάρχει, ἐνεργεῖ, ἀλλά καί ἔρχεται. Ἐάν στήν ἀποστολική ἐποχή ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔλεγε ὅτι :

«ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν ὅϑεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν» (Α´ Ἰω. β´, 18-19) καϑώς ἐπίσης «οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τόν πατέρα καί τόν υἱόν» (Α´ Ἰω. β´, 22) καί ἀκόμη 

«πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι: καί τοῦτό ἐστι τό τοῦ ἀντιχρίστου ὅ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καί νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστίν ἤδη» (Α΄ Ἰω. δ´, 3), 


πόσο μᾶλλον αὐτά ἰσχύουν γιά τήν δική μας ἐποχή, ἡ ὁποία ἀπέχει πολύ ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή καί ἀκόμη γιατί ἔχουν αὐξηϑῆ αὖτοί πού ἀρνοῦνται τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. 

Ζοῦμε, λοιπόν, σέ ἀποκαλυπτικούς καιρούς.

Ὅμως, θά προσϑέσω ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀφ’ ἑνός μέν παρερμηνεύουν τά ἁγιογραφικά κείμενα, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν μιλᾶνε καθόλου γιά τήν σφραγίδα  τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαϑήκης, καϑώς ἐπίσης καί στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται πολύς λόγος γιά τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία δέχονται τά τέκνα τοῦ Θεοῦ. 

Μέ ἄλλα λόγια ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού γράφει γιά τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως, συγχρόνως γράφει καί γιά τήν σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου τῆς Ἀποκαλύψεως.

Μιλώντας γιά τόν ἀντίχριστο συγχρόνως τονίζει: 


«Ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καί νενικήκατε αὐτούς (τόν ἀντίχριστο καί τούς ὀπαδούς τοῦ ἀντιχρίστου), ὅτι μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ· αὐτοί ἐκ τοῦ κόσμου εἰσί· διά τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσι καί ὁ κόσμος αὐτῶν ἀκούει. ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν» (Α΄ Ἰω. δ´, 4-5).


Διερωτῶμαι: Εἶναι τίμιο καί ὀρϑόδοξο νά γίνεται συνε­χής λόγος γιά τό χάραγμα τοῦ ἀντιχρίστου καί νά μή γίνεται καϑόλου λόγος γιά τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ; 

Μποροῦν μερικοί πνευματικοί πατέρες νά σκορποῦν συνεχῶς τόν φόβο τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀντιχρίστου καί νά μή καταρτίζουν τούς Χριστιανούς γιά νά σφραγισϑοῦν μέ τήν σφραγίδα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ;

Στήν συνέχεια θά γίνη λόγος γιά τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου καί γιά τήν σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου τῆς Ἀποκαλύψεως, μέ βάση τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

1. Τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου

Στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου γίνεται λόγος γιά τό ϑηρίο καί γιά τό χάραγμά του. Χαρακτηριστικό καί κλασσικό χωρίο εἶναι ἕνα τμῆμα τοῦ ιγ΄ κεφαλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως, τό ὁποῖο ϑά καταγράψω καί θά ἑρμη­νεύσω.


«Καί εἶδον ἄλλο ϑηρίον ἀναβαῖνον ἐκ τῆς γῆς, καί εἶχε κέρατα δύο ὅμοια ἀρνίῳ, καί ἐλάλει ὡς δράκων... καί ποιεῖ σημεῖα μεγάλα, καί πῦρ ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνῃ εἰς τήν γῆν ἐνώπιον τῶν ἀνϑρώπων. καί πλανᾷ τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς διά τά σημεῖα ἅ ἐδόϑη αὐτῷ ποιῆσαι ἐνώπιον τοῦ ϑηρίου, λέγων τοῖς κατοικοῦσιν ἐπί τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ ϑηρίῳ, ὅς εἶχε τήν πληγήν τῆς μαχαίρας καί ἔζησε. καί ἐδόϑη αὐτῷ πνεῦμα δοῦναι τῇ εἰκόνι τοῦ ϑηρίου, ἵνα καί λαλήσῃ ἡ εἰκών τοῦ ϑηρίου καί ποιήσῃ, ὅσοι ἐάν μή προσκυνήσωσι τῇ εἰκόνι τοῦ ϑηρίου, ἵνα ἀποκτανϑῶσι. καί ποιεῖ πάντας, τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς πλουσίους καί τούς πτωχούς, καί τούς ἐλευϑέρους καί τούς δούλους, ἵνα δώσουσιν αὐτοῖς χάραγμα ἐπί τῆς χειρός αὐτῶν τῆς δεξιᾶς ἤ ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν, καί ἵνα μή τις δύνηται ἀγοράσαι ἤ πωλῆσαι εἰ μή ὁ ἔχων τό χάραγμα, τό ὄνομα τοῦ ϑηρίου ἤ τόν ἀριϑμόν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. Ὧδε ἡ σοφία ἐστίν· ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω τόν ἀριϑμόν τοῦ ϑηρίου· ἀριϑμός γάρ ἀνϑρώπου ἐστί· καί ὁ ἀριϑμός αὐτοῦ χξστ΄». (Ἀποκ. ιγ´, 11-18)


Πολλές ἀπόψεις διατυπώϑηκαν γιά τό ϑηρίο αὐτό. Προφανῶς πρόκειται γιά τόν ἀντίχριστο, γι᾽ αὐτό ὁ Ἀρέθας, Ἐπίσκοπος Καισαρείας γράφει ὅτι 

«ὅπερ οὐκ ἄλλο, ἤ τό διηγήσασϑαι τά περί τῆς παρουσίας τοῦ Ἀντιχρίστου». 

Ὁ ἀντίχριστος εἶναι ἄνϑρωπος πού ἔχει τίς ἐνέργειες τοῦ Σατανᾶ, γι᾿ αὐτό λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης «ἀναβαῖνον ἐκ τῆς γῆς». «Ἐκ τῆς γῆς δηλαδή ἀναβαίνειν αὐτόν, ὅθεν καί πᾶσιν ἀνθρώποις ἡ γένεσις. Ἄνϑρωπος γάρ καί αὐτός κατ᾽ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ. Εἶχε κέρατα δύο ὅμοια ἀρνίῳ. 

Συνεχίζει ὁ Ἀρέϑας: 

«τά κέρατα δέ οὐκ ἀρνίου, ἀλλ᾽ ὅμοια ἀρνίῳ, ἐπειδή φαντάζει ἑαυτόν ἐπιεικῆ ὡς ὁ Χριστός ἵνα πλανᾷ. Διά τοῦτο ἡ ὁμοιότης τῶν κεράτων, ἤγουν τῆς δόξης». 

Καί ἀκόμη αὐτός ὁ ἀντίχριστος μιλοῦσε ὡς δράκων. «ὡς δράκων λαλεῖ, οὐκ ὤν δράκων. Οὐ γάρ ὁ Σατανᾶς ἐστιν αὐτόχρημα, ἀλλ᾽ ὡς ἐκεῖνος ἐνεξουσιάζων, τοὐτέστι, διάδοχος γίνεται τῆς ἐξουσίας τοῦ διαβόλου». 

Ὁ ἀντίχριστος δέν θά εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου, ἀλλά θά εἶναι ἕνας συγκε­κριμένος ἄνϑρωπος ὁ ὁποῖος ϑά ἔχη τίς ἐνέργειες τοῦ σατανᾶ.

Ὁ ἀντίχριστος πλανᾶ «τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς». Ποιούς ὅμως πλανᾶ; 

Δέν πλανᾶ ὅλους τούς ἀνϑρώπους, ἀλλά ἐκείνους μόνον πού ἔχουν τήν καρδιά τους στά γήϊνα, ἐνῶ δέν μπορεῖ νά κάνη ἀπολύτως τίποτε στούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ἔχουν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς.

Γράφει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας: 


«Πλανᾷ τούς ἐν τῇ γῇ τήν διηνεκῆ κατοίκησιν τῆς καρδίας ἔχοντας. Τούς γάρ ἐν οὐρανῷ κεκτημένους τό πολίτευμα οὐκ ἀπατᾷ ἡ αἴσϑησις, ἠσφαλισμένους ἀκριβῶς τῇ προαναφωνήσει τῆς αὐτοῦ ἐλεύσεως». 


Ἔτσι, ὁ ἀντίχριστος ἔχει ἐξουσία μόνον σ᾽ αὐτούς πού εἶναι ἀνοχύρωτοι ἀπό τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, καί δέχονται μέσα στήν καρδιά τους τίς ἐνέργειες τοῦ ἀντιχρίστου. Σ᾽ αὐτούς τούς ἀνθρώπους δίνει τό χάραγμα.

«Ἵνα δώσωσιν αὐτοῖς χάραγμα ἐπί τῆς χειρός αὐτῶν τῆς δεξιᾶς ἤ ἐπί τῶν μετώπων». 


Ἡ φράση «ἵνα δώσωσιν» ἐκφράζει τήν ἐθελοδουλεία τῶν ἀνθρώπων καϑόσον διά τῆς τοιαύτης σφραγίδος (στίξεως) παρίσταται ἡ πλήρης ὑποτέλεια τῶν ἐν λόγῳ ἀνϑρώπων εἰς τό ϑηρίον.

Ἡ λέξη χάραγμα «ὑπενϑυμίζει τήν παλαιάν ἀνατολικήν συνήϑειαν τοῦ ἐγχαράσσειν ἤ ἐνστίζειν τό ὄνομα σαρκικοῦ ἤ πνευματικοῦ κυρίου διά πεπυρακτωμένου ὀργάνου ἐπί τῆς χειρός ἤ τοῦ μετώπου μισϑοφόρων ἤ δούλων ἀνϑρώπων ἤ ϑεῶν» 

(Παναγιώτης Μπρατσιώτης). 

Ἑπομένως φανερώνει ἐξάρτηση. 

Ἡ φράση ὅτι τό χάραγμα δίδεται στήν δεξιά χεῖρα δείχνει κατά τόν Ἀρέϑα τό «ἵνα τῶν ἀγαϑῶν ἔργων ἐκκόψῃ τήν ἐνέργειαν», τό δέ χάραγμα στό μέτωπο δείχνει τό «ἵνα τό τοῖς ὀφϑαλμοῖς ἐπικείμενον μέρος προσληφϑέν, σκοτασμόν ἐμποιήσῃ τοῖς ἀπατωμένοις τοῦ μή ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως ἀντέχεσϑαι τῆς εὐσεβείας».

Μέ ἄλλα λόγια τό χάραγμα στό μέτωπο καί στήν δεξιά χεῖρα δείχνει τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνϑρώπου ἀπό τήν ἐφαρμογή τῶν ἀγαϑῶν ἔργων, πού εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἀκόμη δείχνει τόν σκοτασμό τοῦ ἀνϑρώπου. Αὐτός δέ ὁ σκοτασμός δέν εἶναι κανείς ἄλλος, ἀπό τόν σκοτασμό τοῦ νοός πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. 

σκοτασμός αὐτός στήν γλώσσα τῶν ἁγίων Πατέρων λέγεται αἰχμαλωσία τοῦ νοός, νέκρωση τοῦ νοός. 

Σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν σκοτισϑῆ στόν νοῦ καί ἔχουν ἀπομακρυνϑῆ ἀπό τόν Θεό ἔχει ἐνέργεια ὁ ἀντίχριστος, μπορεῖ δηλαδή νά τούς σφραγίση.

Τό σφράγισμα, ἑπομένως, τοῦ ἀντιχρίστου δέν εἶναι ἁπλῶς σφρά­γισμα ἐξωτερικό μερικῶν μελῶν τοῦ ἀνϑρωπίνου σώματος, ἀλλά εἶναι ἡ τελεία ὑποδούλωσῃ τῶν ἀπατωμένων στόν ἀντίχριστο. 

Γι᾿ αὐτό καί ὁ διάβολος δέν ϑά μπορῆ νά χαράξη τούς ἀνϑρώπους πού ζοῦν ἐν Θεῷ. 

Ὁ Ἀρέϑας Καισαρείας παρατηρεῖ: 


«Ἀλλ᾽ οὐ δέξονται τοῦτο, δηλαδή τό χάραγμα, οἱ τά πρόσωπα σημειωϑέντες τῷ ϑείῳ τοῦ προσώπου φωτί». 


Οἱ ἄνϑρωποι πού ἔχουν μέσα τους, κατά διαφόρους βαθμούς (ἔλλαμψη, ϑέα, διαρκής ϑέα) τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ϑά ἀποφύγουν τό σφράγισμα τοῦ ϑηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως, δηλαδή ὁ ἀντίχριστος, δέν ϑά μπορῆ νά ἔχη καμμία δύναμη ἐπάνω τους.

Τό χάραγμα αὐτό εἶναι τό «ὄνομα τοῦ ϑηρίου ἤ ὁ ἀριϑμός τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ», ὅπως γράφεται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. 

Αὐτό σημαίνει ὅτι «διττή δέ τούτου ἡ γνῶσις, ἤ διά προφορᾶς αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος ἤ διά ψήφου». Ποιό εἶναι αὐτό τό ὄνομα; 

Κατά τόν Οἰκουμένιο δέν γράφεται τό ὄνομά του μέσα στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἤ «διά τό ἀνάξιον βιβλίῳ ἐγγραφῆναι» ἤ γιά νά μή σφετερίζωνται πολλοί αὐτό τό ὄνομα καί

«πράγματα παρέχειν τοῖς εὐσεβέσι τό προαρπάζειν τήν γνῶσιν τῆς παρουσίας καί ἐν ἀώρῳ τήν ἔκβασιν τιϑεμένους τοῦ ὡρίμου καϑάπαξ ὑστερεῖν».

Μάλιστα τονίζει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας: 

«Τήν μέν ἀκρίβειαν τῆς ψήφου, ὡς καί τά λοιπά περί αὐτοῦ γεγραμμένα, ὁ χρόνος ἀποκαλύψει καί ἡ πεῖρα τοῖς νήφουσιν. εἰ γάρ ἔδει καϑώς φασί τινες τῶν διδασκάλων, σαφῶς γνωσϑῆναι τό τοιοῦτον ὄνομα, ὁ τεϑεαμένος αὐτό ἄν ἀπεκάλυψεν. ἀλλ᾽ οὐκ ηὐδόκησεν ἡ ϑεία χάρις ἐν ϑείῳ βιβλίῳ τό τοῦ λυμεῶνος ταγῆναι ὄνομα, ὡς δέ ἐν γυμνασίας λόγῳ, πολλά ἐστιν εὑρεῖν, κατά τόν μακάριον Ἱππόλυτον καί ἑτέρους πολλούς, ὀνόματα τόν ἀριθμόν τοῦτον περιέχοντα προσηγορικά τε καί κύρια».


Πολλά μπορεῖ κανείς νά παρατηρήση πάνω στήν ἑρμηνεία αὐτή τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Καισαρείας. 

Θά ἀρκεσθῶ σέ τρία.

Πρῶτον, δέν γνωρίζουμε τήν ἀκρίβεια τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀντιχρίστου. 

Ἂν ἔπρεπε νά γνωρίζουμε τό ὄνομα αὐτό, τότε ϑά τό ἔγραφε στήν Ἀποκάλυψη ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης πού εἶδε τό θηρίο. Ἀλλά δέν ϑεώρησε καλό ἡ ϑεία Χάρη νά γραφῆ τό ὄνομα τοῦ ἀντιχρίστου στήν Ἁγία Γραφή.

Δεύτερον, ἡ ἀκρίβεια τῆς ψήφου, ἀλλά καί ὅλων τῶν γραμμένων περί τοῦ ἀντιχρίστου ϑά ἀποκαλυφϑοῦν ὅταν χρειασϑῆ σ᾽ αὐτούς πού νήφουν, πού ἔχουν νήψη καί ϑεωρία Θεοῦ. 

Δέν εἶναι τοῦ καϑενός ἔργο νά προσπαϑῆ νά ἀνακαλύψη τό ὄνομα καί τόν ἀριϑμό τοῦ ϑηρίου, δηλαδή τοῦ ἀντιχρίστου.

Τρίτον, πολλοί ἐπεχείρησαν νά βροῦν τό ὄνομα τοῦ ἀντιχρίστου, ἀλλά ἔπεσαν ἔξω. Ἄλλοι, χρησιμοποιώντας τό ἑλληνικό ἀλφάβητο, ἐθεώρησαν τό ὄνομα Λατεῖνος, ἄλλοι ἐφαρμόζοντες τό ἑβραϊκό ἀλφάβητο, ἐννοοῦσαν τόν Νέρωνα καί ἄλλοι, χρησιμοποιοῦντες τό λατινικό ἀλφάβητο, ϑεώρησαν τόν Διοκλητιανό ἤ τόν Τίτο 

(Παναγιώτης Μπρατσιώτης).

Ἐάν καί ἐμεῖς ζούσαμε τήν ἐποχή τοῦ Νέρωνος ἤ τοῦ Διοκλητιανοῦ, θά πιστεύαμε ἀκράδαντα ὅτι αὐτοί οἱ μεγάλοι διῶκτες εἶναι ὁ ἀντίχριστος, ἀφοῦ ἔκαναν τόσους τρομερούς διωγμούς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. 

Ποιός ϑά μποροῦσε νά τό ἀρνηθῆ; 

Καί ὅμως πέρασαν αὐτοί, πέρασαν καί τόσοι αἰῶνες, καί ἀκόμη δέν ἦλθε ὁ ἀντίχριστος μέ τήν ἔννοια πού περιγράφει ὁ Χριστός, δηλαδή αὐτός πού θά ἔλθη στούς ἐσχάτους χρόνους καί μετά ϑά ἐπακολουϑήση ἡ Δευτέρα Παρουσία.

Νομίζω ὅτι ἀσφαλέστατο χωρίο εἶναι τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου, πού πρέπει νά τό ἔχουμε πάντοτε ὑπ’ ὄψη μας. Γράφει: 

«Ἀσφαλέστερον καί ἀκινδυνότερον τό περιμένειν τήν ἔκβασιν τῆς προφητείας ἤ τό καταστοχάζεσϑαι καί ἀπομαντεύεσϑαι ὀνόματα τυχόντα, πολλῶν ὀνομάτων εὑρεϑῆναι δυναμένων ἐχόντων τόν προειρημένον ἀριϑμόν».


Δέχονται τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου αὐτοί πού προσκυνοῦν καί λατρεύουν τό ϑηρίο: 


«Εἴ τις προσκυνεῖ τό ϑηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ, καί λαμβάνει τό χάραγμα ἐπί τοῦ μετώπου αὑτοῦ ἤ ἐπί τήν χεῖρα αὐτοῦ...» (Ἀποκ. ιδ´, 9)


Δηλαδή ἐδῶ τό χάραγμα συνδέεται μέ τήν ἀποδοχή καί λατρεία τοῦ ϑηρίου. 

Ὅσοι δέχονται τό χάραγμα δέν ἔχουν ἀνάπαυση ἐσωτερική: 


«Καί ὁ καπνός τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων ἀναβαίνει, καί οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νυκτός οἱ προσκυνοῦντες τό ϑηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ, καί εἴ τις λαμβάνει τό χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ» (Ἀποκ. ιδ´, 11). 


Ὅσοι λατρεύουν τό ϑηρίο θά ὑποστοῦν φοβερές δοκιμασίες: 


«Καί ἐγένετο ἕλκος κακόν καί πονηρόν ἐπί τούς ἀνθρώπους τούς ἔχοντας τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου καί τούς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ» (Ἀποκ. ιστ΄, 2). 


Ὅσοι ἔχουν τό χάραγμα πλανῶνται ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες:


 «Καί ἐπιάσϑη τό ϑηρίον καί ὁ μετ᾽ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τά σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τούς λαβόντας τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου καί τούς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ» (Ἀποκ. ιϑ´, 20). 


Δηλαδή οἱ προσκυνοῦντες τήν εἰκόνα καί ἔχοντες τό χάραγμα αὐτοί ϑά πλανηϑοῦν ἀπό ψευδοπροφῆτες.

Ὅσοι προσκυνοῦν τό ϑηρίο, αὐτοί λαμβάνουν τό χάραγμά του, ἐνῶ ἀντίϑετα ὅσοι δέν προσκυνοῦν τό ϑηρίο δέν λαμβάνουν τό χάραγμά του. Λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: 


«Καί εἶδον ϑρόνους, καί ἐκάϑισαν ἐπ᾽ αὐτούς, καί κρῖμα ἐδόθη αὐτοῖς, καί τάς ψυχάς τῶν πεπελεκισμένων διά τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καί διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, καί οἵτινες οὐ προσεκύνησαν τό ϑηρίον οὔτε τήν εἰκόνα αὐτοῦ, καί οὐκ ἔλαβον τό χάραγμα ἐπί τό μέτωπον αὐτῶν καί ἐπί τήν χεῖρα αὐτῶν» (Ἀποκ. κ´, 4). 


Δηλαδή οἱ ἅγιοι πού ἀρνήϑηκαν νά προσκυνήσουν τήν εἰκόνα τοῦ ϑηρίου, δέν ἔλαβαν τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου, παρά τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν καί γι’ αὐτό δοξάζονται ἐν οὐρανοῖς.

Συνεπῶς, ἀπό ὅλα αὐτά φαίνεται ὅτι τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου συνδέεται στενώτατα μέ τήν προσκύνηση καί τήν λατρεία τοῦ ϑηρίου, μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ ϑηρίου, ὡς Θεοῦ. 

Καί τό χάραγμα αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἐξωτερική σημείωση, ἀλλά ἐσωτερική ἀποδοχή τοῦ ἀντιχρίστου καί ἀναγνώρισή του. 

Ἡ νέκρωση τοῦ νοῦ εἶναι χάραγμα τοῦ ϑηρίου καί ὅσοι ἔχουν νεκρό καί σκοτεινό νοῦ πλανῶνται καί γίνονται δοῦλοι τοῦ ϑηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὅσοι ἔχουν φωτισμένο νοῦ, αὐτοί δέν δέχονται τό χάραγμα τοῦ θηρίου. 

Αὐτό εἶναι τό ἀσφαλές συμπέρασμα ἀπό τήν ἑρμηνεία τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων.









2. Ἡ σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου

Στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου καί γενικά στήν Ἁγία Γραφή δέν γίνεται λόγος μόνον γιά τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου, πού δέχονται ὅσοι προσκυνοῦν τό ϑηρίο, ἀλλά γίνεται λόγος καί γιά τήν σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου, πού δέχονται οἱ λατρεύοντες καί προσκυνοῦντες τό Ἀρνίον. Νομίζω ὅτι, ὅσοι μιλᾶνε μόνον γιά τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου καί ἀγνοοῦν τήν σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου προσφέρουν κακή ὑπηρεσία στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἤδη στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη μετά ἀπό τήν παρουσία τοῦ χαράγματος τοῦ ὀνόματος ἤ τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ϑηρίου γίνεται λόγος γιά τούς πιστούς πού βρίσκονται μαζί μέ τό Ἀρνίον καί οἱ ὁποῖοι ἔχουν 


«τό ὄνομα αὐτοῦ καί τό ὄνομα τοῦ πατρός αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν» (Ἀποκ. ιδ´, 1). 


Καί ἐδῶ τό σφράγισμα πρέπει νά τό ἐννοήσουμε ὡς σφράγισμα στό νοῦ. Εἶναι κυρίως καί πρό παντός σφράγισμα ἐσωτερικό.

Διερωτῶμαι

Γιατί πολλοί σήμερα μιλοῦν μόνον γιά τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου, δηλαδή τοῦ ἀντιχρίστου, καί δέν ὁμιλοῦν γιά τήν σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τά ἀναφέρει μαζί στό ἴδιο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως;

Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης χρησιμοποιεῖ τήν λέξη σφραγίδα γιά νά δηλώση τήν γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ἀπό τόν Πατέρα καί φυσικά δηλώνεται ἡ ϑεότητα τοῦ Χριστοῦ. Εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός γιά τόν Ἑαυτό Του: 

«Ἐργάζεσϑε μή τήν βρῶσιν τήν ἀπολλυμένην, ἀλλά τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον, ἥν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γάρ ὁ πατήρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός» (Ἰω. στ΄, 27).


Ἡ λέξη σφραγίς ἐδῶ δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κατά φύσιν Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει: 


«Ἐπεί καί εἰκών ἐστι τοῦ Πατρός ὁ Υἱός, καί σφράγισμα, καί χαρακτήρ, νόει παρ᾽ αὐτοῦ σφραγισϑῆναι τοῦτον, καϑ᾽ ὅ εἰκών καί σφράγισμα ἐστιν· ὥστε εἶναι τό λεγόμενον τοιοῦτον· Τοῦτον γάρ τόν φαινόμενον Υἱόν ἀνϑρώπου, ἐσφράγισεν ὁ Πατήρ, τοὐτέστι, σφραγῖδα αὐτοῦ καί εἰκόνα ἐγέννησε, ἀπαραλλαξίαν πᾶσαν καί ταυτότητα φυσικήν πρός αὐτόν ἀποσῴζουσαν». 


Τό ὅτι ὁ Χριστός ἔχει σφραγισϑῆ ἀπό τόν Πατέρα δείχνει τήν ϑεότητά Του. Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν θεία Λειτουργία μιλᾶ γιά τόν Χριστό ὅτι εἶναι «σφραγίς ἰσότυπος μέ τόν Πατέρα».

Ἐάν ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ κατά φύση, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί εἴμαστε υἱοί τοῦ Θεοῦ κατά Χάρη. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχουμε σφραγισϑῆ ἀπό τήν ϑεία Χάρη. Σ᾽ αὐτό τό ϑέμα ἀναφέρεται πολλές φορές ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στίς ἐπιστολές του. Θά ἀναφέρω μερικά χαρακτηριστικά χωρία.

Ἀναφερόμενος στόν Χριστό γράφει πρός τούς Ἐφεσίους: 


«Ἐν ᾧ καί ἡμεῖς ἀκούσαντες τόν λόγον τῆς ἀληθείας, τό εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν, ἐν ᾧ καί πιστεύσαντες ἐσφραγίσϑητε τῷ Πνεύματι τῆς ἐπαγγελίας τῷ Ἁγίῳ, ὅς ἐστιν ἀρραβών τῆς κληρονομίας ἡμῶν, εἰς ἀπολύτρωσιν τῆς περιποιήσεως, εἰς ἔπαινον τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἐφεσ. α΄, 13-14).


Ἡ σφραγίδα αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δόϑηκε σέ μᾶς μέ τό ἅγιον Χρίσμα, ὅταν ὁ ἱερεύς εἶπε: «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν». Δίνεται ἐξωτερικά στό σῶμα, ἀλλά αὐτό εἰσέρχεται στήν ψυχή. Σφραγίζεται ὅλος ὁ ἄνϑρωπος, καί σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ σφράγιση αὐτή δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τόν φωτισμό τοῦ νοῦ.

Ἡ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς εἶναι ἡ ἔλευση τῆς θείας Χάριτος στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἔτσι ἁγιάζεται ἡ ψυχή καί τό σῶμα, δηλαδή ὅλος ὁ ἄνϑρωπος καί ἀρχίζει ἡ νοερά προσευχή, πού εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναός τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Σ᾽ αὐτό ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί λέγει:


 «Μή λυπεῖτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσϑητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως» (Ἐφεσ. δ´, 30).


Βεβαίως μέ τό ἅγιον Βάπτισμα καί μέ τό ἅγιον Χρίσμα δίνεται ἡ δυνατότητα στόν ἄνϑρωπο νά προχωρήσῃ μέ τήν ἐλεύϑερη ϑέλησή του καί τόν ἀγώνα του στό καϑ᾽ ὁμοίωση. Καί γνωρίζουμε ἀπό τόν ἅγιο Διάδοχο τόν Φωτικῆς ὅτι μετά τό Βάπτισμα, ὅταν δέν ζοῦμε σύμφωνα μέ τό ϑέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καλύπτεται ἀπό τά πάϑη, ὁπότε ὅλη ἡ μυστηριακή καί ἀσκητική ζωή ἀποβλέπει στήν ἐκ νέου ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς θείας Χάριτος.

Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιά τήν σφραγίδα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, πού θά λάβουν οἱ Χριστιανοί μέ τά Μυστήρια καί τήν δική τους συνέργεια.

Γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη: 


«Καί εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα ἀπό ἀνατολῆς ἡλίου, ἔχοντα σφραγῖδα Θεοῦ ζῶντος, καί ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ τοῖς τέσσαρσιν ἀγγέλοις, οἷς ἐδόϑη αὐτοῖς ἀδικῆσαι τήν γῆν καί τήν ϑάλασσαν, λέγων· μή ἀδικήσητε τήν γῆν μήτε τήν ϑάλασσαν μήτε τά δένδρα, ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν τούς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν» (Ἀποκ. ζ´, 2-3)


Ὁ ἄγγελος μέ τήν σφραγίδα τοῦ ζῶντος Θεοῦ ϑέλει νά σφραγίση τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μή ταλαιπωρηϑοῦν καί βασανισϑοῦν ἀπό τά ἐπερχόμενα δεινά.

Αὐτοί οἱ δοῦλοι πού ϑά σφραγίζονταν ἀπό τόν ἄγγελο μέ «σφραγίδα Θεοῦ ζῶντος» ἦταν 144.000 πού εἶναι ἕνας συμβολικός ἀριϑμός καί δείχνει τό σύνολο τῶν ζώντων κατά Θεόν. Αὐτοί οἱ μέλλοντες νά σφραγισϑοῦν εἶναι οἱ ἴδιοι πού περιγράφονται στό ιδ' κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὡς ἔχοντες

«τό ὄνομα αὐτοῦ, τοῦ Ἀρνίου δηλαδή, καί τό ὄνομα τοῦ πατρός αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν» (Ἀποκ. ιδ´, 1).

 

Εἶναι αὐτοί πού στέκονται μαζί μέ τό Ἀρνίο. Αὐτοί ἔχουν μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

Τό πρῶτον γνώρισμα εἶναι ἡ παρϑενία: 

«Οὗτοί εἰσιν οἵ μετά γυναικῶν οὐκ ἐμολύνϑησαν· παρϑένοι γάρ εἰσιν»

Ἐδῶ πρόκειται προφανῶς ὄχι μόνον γιά τήν σωματική παρθενία, ἀλλά κυρίως γιά τήν πνευματική παρϑενία, δηλαδή τήν καϑαρότητα τῆς καρδιᾶς.

Δεύτερον γνώρισμα εἶναι ἡ βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Ἀρνίου καί τό νά ἀκολουϑοῦν πίσω του:


«Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκολουϑοῦντες τῷ ἀρνίῳ ὅπου ἄν ὑπάγῃ». 


Τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Ἀρνίου καί ἀκολουϑοῦν τό Ἀρνίον καί μέχρι τοῦ μαρτυρίου.

Καί τρίτον γνώρισμα εἶναι ἡ εἰλικρίνειά τους: 

«Καί οὐχ εὑρέϑη ψεῦδος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν· ἄμωμοι γάρ εἰσιν» (Ἀποκ. ιδ´, 1-5).


Φαίνεται ἀπό αὐτό τό ἀποκαλυπτικό χωρίο ὅτι τό σφράγισμα τῶν πιστῶν ὑπό τοῦ Ἀρνίου εἶναι κυρίως καί πρό παντός ἐσωτερικό. 

Εἶναι κοινωνία καί ἑνότητα τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό. Ἡ καρδιά τους ἔχει ἀναγεννηθῆ, ἔχει χρισϑῆ ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Αὐτή ἡ σφραγίδα ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ἀποκαλεῖται καί χρίσμα. Καί αὐτό τό χρίσμα εἶναι ἐσωτερική κατάσταση. 

Ἀναφερόμενος ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στόν Ἀντίχριστο, γράφει: 


«Καί ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπό τοῦ ἁγίου, καί οἴδατε πάντα... Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περί τῶν πλανώντων ὑμᾶς. καί ὑμεῖς, τό χρῖσμα ὅ ἐλάβετε ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καί οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ, ὑμᾶς, ἀλλ᾽ ὡς τό αὐτό χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περί πάντων...» (Α´ Ἰω. β´, 20-27).


Ἀπό τήν μεγάλη δοκιμασία τῶν ἐσχάτων δέν ϑά βλαφθοῦν ὅσοι ἔχουν σφραγισϑῆ μέ τό χρίσμα καί τήν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη:


 Ὅταν ἐσάλπισε ὁ πέμπτος ἄγγελος «εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τήν γῆν, καί ἐδόϑη ἡ κλείς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, καί ἤνοιξε τό φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καί ἀνέβη καπνός ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνός καμίνου καιομένης, καί ἐσκοτίσϑη ὁ ἥλιος καί ὁ ἀήρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος. καί ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον ἀκρίδες εἰς τήν γῆν, καί ἐδόϑη αὐτοῖς ἐξουσία ὡς ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι τῆς γῆς· καί ἐρρέϑη αὐταῖς ἵνα μή ἀδικήσωσι τόν χόρτον τῆς γῆς οὐδέ πᾶν χλωρόν οὐδέ πᾶν δένδρον, εἰ μή τούς ἀνθρώπους οἵτινες οὐκ ἔχουσι τήν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν» (Ἀποκ. θ´, 1-4).


Ἔτσι, ὅσοι σφραγισϑοῦν μέ τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή αὐτήν δέν ἔχουν νά φοβηθοῦν τίποτε μέ τήν ἔλευση τοῦ ἀντιχρίστου. Αὐτό εἶναι σημαντικό.

 Ὁ ἀντίχριστος δέν ἔχει καμμία ἐξουσία ἐπάνω τους. 

Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀναφερόμενος στόν ἀντίχριστο καί μάλιστα στό χάραγμα τοῦ ἀντιχρίστου, γράφει στήν συνέχεια:


 «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καί νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α´ Ἰω. δ´, 4).


3. Τελικές διαπιστώσεις

Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ μερικές διαπιστώσεις:

Πρῶτον

Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου δέν εἶναι τό πρῶτο βιβλίο, ἀπό ἄποψη ἀριϑμήσεως, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά τό τελευταῖο βιβλίο. Καί μάλιστα εἶναι συμβολικό καί ἀρκετά δύσκολο νά ἑρμηνευθῆ. 

Γι᾿ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀσχολήϑηκαν πολύ μέ τήν ἑρμηνεία τῶν εἰκόνων τοῦ βιβλίου. 

Ἐμεῖς συνήϑως διαβάζουμε τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ὡς πρῶτο καί ἀφήνουμε ὅλα τά ἄλλα, ἐνῶ ϑά ἔπρεπε νά διαβάσουμε ἀπό τήν ἀρχή τά Εὐαγγέλια καί τίς Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων, πού μᾶς διδάσκουν πῶς πρέπει νά ζοῦμε ὡς Χριστιανοί.

Δεύτερον

Στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου δέν γίνεται λόγος μόνον γιά τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου, ἀλλά καί γιά τήν σφραγίδα ἤ τό σφράγισμα τοῦ Ἀρνίου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. 

Δέν μποροῦμε νά χωρίζουμε αὐτές τίς δυό πραγματικότητες καί νά ἑρμηνεύουμε μόνον τό πρῶτο, καί μάλιστα ἀποσπασματικά καί νά ἀρνούμαστε τό δεύτερο, δηλαδή τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.

Τρίτον

Τό χάραγμα τοῦ ϑηρίου συνδέεται μέ τήν προσκύνηση καί τήν λατρεία τοῦ ἀντιχρίστου. 

Ὅ,τι μᾶς προτρέπει νά λατρεύσουμε τόν ἀντίχριστο, αὐτό εἶναι σατανικό. Καί ὅταν ἐμεῖς ἀναγνωρίζουμε καί λατρεύουμε ὅ,τι μᾶς ζητᾶ ὁ ἀντίχριστος, σέ βάρος τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. 

Μποροῦμε νά ποῦμε σύμφωνα μέ ὅλη τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ εἶναι χάραγμα τοῦ ϑηρίου.

Τέταρτον

Ἡ σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου δέν εἶναι μόνον ἐξωτερικό γεγο­νός, ἀλλά ἀναγνώριση καί λατρεία τοῦ ἀληϑινοῦ Θεοῦ. 

Εἶναι κυρίως ἡ βίωση ὅλης τῆς ἐκκλη­σιαστικῆς ζωῆς, δηλαδή τῆς μυστηριακῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὅποιος ἐλευϑερώνει τόν νοῦ του ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου, ὅποιου ὁ νοῦς φωτίζεται καί μέσα ἐκεῖ γίνεται ἀκατάπαυστη ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἔνδειξη ὅτι ὁ ἄνϑρωπος ἔγινε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτός δέχϑηκε τήν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πέμπτον

Ὅσοι σφραγίσϑηκαν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχουν νά φοβηϑοῦν καμμιά δύναμη τοῦ ἀντιχρίστου. 

Αὐτοί ϑά περάσουν μέσα ἀπό τήν «Ἐρυϑρά ϑάλασσα», ὅπως ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι, ϑά ξεφύγουν ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ Φαραώ καί ϑά φϑάσουν στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. 

Ὁ διάβολος δέν ἔχει καμμιά ἐξουσία πάνω στά τέκνα τοῦ Θεοῦ.

Γι᾿ αὐτούς πού ἀκολουϑοῦν τό Ἀρνίο καί δέχονται τίς ἐνέργειές Του, ὁ διάβολος ἔχει σφραγισϑῆ στήν ἄβυσσο, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης:

 «Καί εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα τήν κλεῖν τῆς ἀβύσσου καί ἅλυσιν μεγάλην ἐπί τήν χεῖρα αὐτοῦ, καί ἐκράτησε τόν δράκοντα, τόν ὄφιν τόν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καί ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν τήν οἰκουμένην, καί ἔδησεν αὐτόν χίλια ἔτη, καί ἔβαλεν αὐτόν εἰς τήν ἄβυσσον, καί ἔκλεισε καί ἐσφράγισεν ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μή πλανᾷ ἔτι τά ἔθνη, ἄχρι τελεσθῇ τά χίλια ἔτη· μετά ταῦτα δεῖ αὐτόν λυϑῆναι μικρόν χρόνον» (Ἀποκ. κ΄, 1-3).


Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας, ἑρμηνεύοντας τά σχετικά μέ τήν καϑαίρεση καί τό σφράγισμα τοῦ διαβόλου, γράφει:


 «Ἐνταῦϑα τήν ἐν τῷ δεσποτικῷ πάϑει γεγενημένην τοῦ διαβόλου διηγεῖται καϑαίρεσιν· ἐν ᾗ τόν δοκοῦντα εἶναι ἰσχυρόν, ὁ ἰσχυρότερος αὐτοῦ Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν δήσας, ἡμᾶς τά σκύλα αὐτοῦ, ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ ἐλυτρώσατο, καταδικάσας αὐτόν εἰς τήν ἄβυσσον».


Τό σφράγισμα τοῦ διαβόλου στήν ἄβυσσο εἶναι ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κυριαρχεῖ ἐπάνω στόν διάβολο. Καί οἱ ἄνϑρωποι τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν διάβολο. Οἱ βίοι τῶν ἁγίων εἶναι χαρακτηριστικοί στό σημεῖο αὐτό. Ὁ διάβολος δέν ἔχει καμμιά ἐξουσία ἐπάνω στούς ἀνϑρώπους τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ γιά πολλές ἡμέρες νά ἐμφανίζεται καί νά πολεμᾶ τούς μοναχούς, ἀλλά νά μή κατορθώση νά ἀποσπάση τό νοῦ τους

 «ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ συνουσίας»

ὅπως γράφεται γιά τόν Ἰωάννη τόν ἡσυχαστή.


Ἕκτον.

Ἔργο ὅλων μας καί κυρίως τῶν Ποιμένων εἶναι νά καϑο­δηγοῦμε τούς Χριστιανούς μέ τήν μέϑοδο τῆς ὀρϑοδόξου εὐσεβείας, ὥστε νά ἐνεργοποιηθῆ μέσα στήν καρδιά τους ἡ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔτσι, ὅταν ἔλϑη ὁ ἀντίχριστος, αὐτοί ϑά τόν καταλάβουν, ἀλλά τό κυριότερο θά στέκωνται μαζί μέ τό Ἀρνίο.

Ἑπομένως, περισσότερο πρέπει νά μιλᾶμε γιά τόν Χριστό καί νά Τόν ἀγαπᾶμε, τηρώντας τίς ἐντολές Του, νά προσευχόμαστε καί νά ζοῦμε μυστηριακή ζωή, παρά νά μιλᾶμε γιά τόν ἀντίχριστο. Διότι σέ μιά τέτοια περίπτωση ὁ ἴδιος ὁ διάβολος μᾶς παραπλανᾶ ποικιλοτρόπως γιά νά κυριαρχῆ πάνω μας μέ τόν φόβο, νά μᾶς ἀπομακρύνη ἀπό τήν μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καί νά ἐπεκτείνη μέ τήν δική μας συνέργεια τό δαιμονικό ἔργο του.

Τελικά, ἡ ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας συνιστᾶ νά φροντίζουμε νά μᾶς σφραγίση ὁ Χριστός, νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί τότε δέν φοβόμαστε κανέναν ἀντίχριστο καί κανέναν πρόδρομό του, γιατί


«μείζων ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» 

(Α΄ Ἰω. δ΄, 4).






Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

'ΘΗΡΕΥΤΕΣ ΛΕΞΕΩΝ ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΛΟΓΟ






 


Μελετώντας διάφορες κριτικές σέ κοινωνικά καί θεολογικά θέματα καί ἀκούγοντας διαλόγους μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, παρατηρῶ ὅτι οἱ περισσότεροι παραμένουν σέ λέξεις, χωρίς νά καταλαβαίνουν τό νόημά τους καί χωρίς νά προσπαθοῦν νά καταλάβουν τί ἐννοεῖ ὁ ἄλλος μέ τούς ὅρους-λέξεις πού χρησιμοποιεῖ. 

Τίς παραρμηνεύουν μέ βάση τίς δικές τους θεωρίες, γι' αὐτό καί δημιουργοῦνται παρεξηγήσεις.

Αὐτό παρατηρήθηκε ἀπό τήν ἀρχαιότητα, γι' αὐτό ὁ Ἀντισθένης ἔλεγε ὅτι 

ἀρχή σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις. 

Σέ μιά δημιουργική συζήτηση, πρῶτα πρέπει νά καθορίζονται οἱ ὅροι-λέξεις καί στήν συνέχεια νά προχωροῦν στήν ἀνάλυση ἑνός θέματος.

Αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί, ἐπειδή ἡ ἀλήθεια εἶναι δυσθήρατος, ὁπωσδήποτε κατακρεουργεῖται, ὅταν οἱ ἄνθρωποι γίνονται 

«θηρευτές λέξεων».

Καί αὐτό τό κάνουν ἤ ἀπό ἐπιπολαιότητα ἤ ἀπό σκοπιμότητα, ὅπως τό ἔκαναν συνήθως οἱ αἱρετικοί γιά νά κτυπήσουν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, γιά νά μήν ἀποδεικνυόμαστε «θηρευτές λέξεων», πού εἶναι ἀπαράδεκτο ἀπό κάθε πλευρά, πρέπει νά ξεχωρίζουμε τό νόημα ἀπό τό γράμμα, τό σημαῖνον ἀπό τό σημαινόμενον.

1. Τό νόημα καί ὄχι τό γράμμα τῶν λέξεων, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

Πρόσφατα, σέ δημόσιο λόγο ἀναφέρθηκα σέ «θηρευτές λέξεων», ἐννοώντας αὐτούς πού θηρεύουν λέξεις, δηλαδή ἀσχολοῦνται μέ τό κυνήγι λέξεων, πού ἐπιδιώκουν νά βροῦν κάποια λέξη, τήν ὁποία παρερμηνεύουν, βάσει τῶν δικῶν τους πεποιθήσεων, γιά νά δημιουργήσουν προβλήματα, χωρίς νά ἐνδιαφέρονται νά καταλάβουν ὅλη τήν σκέψη ἑνός συγγραφέως καί τό νόημα τῶν φράσεων καί τῶν λέξεων πού ἐθήρευσαν.

Τό πρόβλημα δέν εἶναι σύγχρονο, ἀλλά παρατηρεῖται σέ ὅλους τούς αἰῶνες, καί σέ θεολογικές συζητήσεις εἴτε γιά νά διατυπώσουν αἱρετικές ἀπόψεις εἴτε γιά νά ἀποδομήσουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων.

Συνήθως αὐτό τό ἔργο νά θηρεύουν λέξεις τό ἔκαναν οἱ αἱρετικοί γιά νά πλήξουν κάποιον Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, καί νά τόν θεωρήσουν ὡς αἰρετικό. Δηλαδή, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσπαθοῦσαν νά ἐκφράζουν τά ἄρρητα ρήματα τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας μέ ρητά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, καί αὐτό εἶναι δυσχερές.

Πολλές φορές οἱ Πατέρες λάμβαναν ἕνα «ρῆμα» ἀπό τόν τρόπο σκέψεως τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων καί ἀπό τήν φιλοσοφία, γιά νά ἐκφράσουν τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, ἀφοῦ ὅμως νοηματοδοτοῦσαν ἐκ νέου αὐτό τό «ρῆμα»-λέξη, ὅπως ὁμοούσιος, οὐσία, πρόσωπο, ὑπόσταση, ἐνυπόστατο, φύση, θέληση κλπ. 

Αὐτό δημιουργοῦσε προβλήματα τόσο στούς συντηρητικούς ὅσο καί στούς αἱρετικούς, πού κατηγοροῦσαν τούς Πατέρες ἐπιπόλαια.

Ὅμως, ὅταν θέλουμε νά ἐξετάσουμε τήν σκέψη ἑνός συγγραφέως καί ἑνός θεολόγου Πατρός, πρέπει νά βλέπουμε τό νόημα τῶν λέξεων καί ὄχι τό γράμμα τῶν λέξεων, πρέπει νά μᾶς ἀπασχολῆ τό σημαινόμενον καί ὄχι ἁπλῶς τό σημαῖνον, καί γενικά νά βλέπουμε ὅλη τήν σκέψη του. Διαφορετικά παραποιοῦμε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων του.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὀ Θεός «ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλά πνεύματος· τό γάρ γράμμα ἀποκτέννει, τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ».

Πάντως, τόν 4ο αἰώνα γινόταν ἔντονη συζήτηση γιά τήν χρησιμοποίηση τῶν λέξεων-ὅρων, προκειμένου νά καθορισθῆ ἡ ἀλήθεια γιά τόν Τριαδικό Θεό. 

Ἄλλοι μέν αἱρετικοί χρησιμοποιοῦσαν λέξεις ἀπό τήν φιλοσοφία, ἄλλοι, πού τελικά ἦταν μετριοπαθέστεροι αἱρετικοί, χρησιμοποιοῦσαν λέξεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τίς ὁποῖες ἑρμήνευαν στοχαστικῶς μέ ἀποτέλεσμα νά καταλήγουν σέ ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς καταστάσεως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦσαν γιά τήν

«ἀλήθεια τῶν πραγμάτων» 

καί ὄχι γιά τήν ἐμμονή στίς «λέξεις». Περισσότερο ἐπέμεναν στό νά βρεθῆ τό νόημα τῶν λέξεων, καί νά μήν παραποιεῖται τό νόημά τους.

Ἔτσι, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀναφερόμενος στήν ἑρμηνευτική τοῦ Ἀρείου πού ἔβλεπε ἐξωτερικά τίς φράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προσδιόριζε τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική: 

«Οὐκοῦν ἀποκαλύπτειν χρή τόν νοῦ τοῦ ρητοῦ, ὡς κεκρυμμένου τι τοιούτου ζητεῖν καί μή ὡς ἐν παρρησίᾳ εἰρημένου ἁπλῶς ἐκλαμβάνειν, ἵνα μή παρεξηγούμενοι πλανηθῶμεν τῆς ἀληθείας». 

Δηλαδή, πρέπει νά ζητᾶμε νά ἀποκαλύπτουμε τό νόημα τοῦ ρητοῦ, πού εἶναι κεκρυμμένο καί ὄχι νά στεκόμαστε μόνον στό ρητό καί πλανηθοῦμε ἀπό τήν ἀλήθεια.

Ἐπίσης, σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι «οὐ δέ τήν πρόχειρον λέξιν ἁπλῶς οὕτως ἐκλαμβάνειν, ἀλλά τό πρόσωπον ζητεῖν καί οὕτω μετ' εὐσεβείας τόν νοῦν ἐφαρμόζειν αὐτῷ». Δέν πρέπει νά παραμείνουμε ἁπλῶς στήν λέξη, ἀλλά νά ἀναζητοῦμε τό πρόσωπο καί νά ἐφαρμόζουμε σέ αὐτό μέ εὐσέβεια. Αὐτό χρειάζεται καί ἐπιμελῆ ζήτηση τοῦ ἐσωτερικοῦ βάθους τοῦ ρητοῦ καί τῆς λέξεως. Ἑπομένως, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο ἡ ἀναζήτηση τῆς «διανοίας» τῶν Γραφῶν γίνεται μέ προϋποθέσεις, ἤτοι τοῦ «καιροῦ» πού ἐγράφη τό χωριό, τοῦ «προσώπου» πού ἀναφέρεται ὁ λόγος καί τοῦ «πράγματος», δηλαδή τῆς αἰτίας γιά τήν ὁποία ἔγραψε ὁ συγγραφεύς.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τά γράφει αὐτά, γιατί ὁ Ἄρειος χρησιμοποιοῦσε δική του ἑρμηνευτική διαφόρων χωρίων γιά νά δικαιολογήση τήν κακοδοξία του, ἰδιαίτερα τό χωρίο: 

«Κύριος ἔκτισέ με ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ».

Ἐπίσης, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐδέχθηκαν ὅλα ὅσα ἐγράφησαν στήν Σύνοδο τῆς Νικαίας, ἀλλά ἀμφιβάλλουν μόνον ὡς πρός τό ὁμοούσιον «μή ὡς ἐχθρούς διακεῖσθαι», δηλαδή νά τούς συμπεριφερόμαστε ὡς ἐχθρούς. Ἐμεῖς δέν ἀντιστεκόμαστε πρός αὐτούς, ὅπως στούς Ἀρειανίτες καί σέ αὐτούς πού μάχονται ἐνάντια στόν Πατέρα, «ἀλλ’ ὡς ἀδελφοί πρός ἀδελφούς διαλεγόμεθα τήν αὐτήν μέν ἡμῖν διάνοιαν ἔχοντας, περί δέ τό ὄνομα μόνον διστάζοντας».

Ὁ Μέγας Βασίλειος, κατά τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, προσπαθοῦσε νά φέρη μιά δογματική ἰσορροπία, εὑρισκόμενος μέσα σέ ποικίλα αἱρετικά ρεύματα, πού χρησιμοποιοῦσαν διάφορους φιλοσοφικούς ἤ ἁγιογραφικούς ὅρους-λέξεις.

Γιά παράδειγμα, στό θέμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ μετριοπαθέστεροι Ἀρειανοί, ἐπικαλούμενοι τό ὅτι στήν Ἁγία Γραφή δέν γίνεται ρητή ἀναφορά στό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεό, ἔλεγαν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι πρόσωπο, ἀλλά μιά δύναμη. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι πρόσωπο, ἀλλά ὄχι θεῖο. Ἰσχυρίζονταν ὅτι τά ὄντα ἔχουν τήν ὕπαρξη εἴτε ἀγέννητη, ὅπως ὁ Θεός Πατήρ, εἴτε γεννητῶς, ὅπως ὁ Υἱός, εἴτε κτιστῶς, ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ἐπειδή τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν ὑπάγεται στίς περιπτώσεις τῆς ἀγεννησίας, ὅπως ὁ Πατήρ, τῆς γεννήσεως, ὅπως ὁ Υἱός, ἔλεγαν ὅτι ὑπάγεται στήν περίπτωση τοῦ κτιστῶς, ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὅμως, εὑρισκόμενοι σέ ἀμηχανία, ἔλεγαν ὅτι εἶναι κάτι μεταξύ Θεοῦ καί κτίσεως, καί δέν ἦταν οὔτε δοῦλον, ὅπως τά κτιστά ὄντα, οὔτε δεσποτικόν, ὅπως ὁ Θεός, ἀλλά εἶναι κάτι τρίτο, ἁπλῶς ἐλεύθερο. Ἔτσι ἀπέδιδαν στόν Πατέρα ὡς δημιουργό τό «ἐξ οὗ», στόν Υἱό ὡς ὑπουργό τό «δι' οὗ» καί στό Ἅγιον Πνεῦμα πού περικλείει μέσα του χρόνο καί τόπον τό «ἐν ᾧ».

Ἔτσι, ὁ Μέγας Βασίλειος, εὑρισκόμενος σέ μιά τέτοια κατάσταση, προ­σπα­θοῦσε νά ἐπιφέρη μιά δογματική ἰσορροπία, γιά νά ἐπικρατήση ἑνότητα στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι δεχόταν τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεό, χρησιμοποιοῦσε ὅρους πού δέν ἀμφισβητοῦνταν ἀπό τούς ἄλλους ὡς θεῖο, ὁμότιμον, καί στήν διατύπωση χρησιμοποιοῦσε τήν φράση «Δόξα τῷ Θεῷ καί Πατρί μετά τοῦ Υἱοῦ σύν τῷ Πνεύματι Ἁγίῳ», δίνοντας ὀρθόδοξο περιεχόμενο, ἀλλά καί τήν φράση «Δόξα τῷ Θεῷ καί Πατρί διά τοῦ Υἱοῦ ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι».

Μερικοί ὀρθόδοξοι, χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται αὐτήν τήν πρακτική τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τόν ἀμφισβητοῦσαν καί τόν πολεμοῦσαν. Ὅμως ὑποστη­ριζόταν ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν ἐπιτάφιο πρός τόν Μέγα Βασίλειο ἀναφέρεται καί στό θέμα αὐτό. Διευκρίνισε ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος διευθετοῦσε τούς λόγους μέ σύνεση σχετικά μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί προσπαθοῦσε νά μή ὑποστηρίζουν μιά λέξη καί χάσουν ἀπό τήν ἀπληστία τους. Ἔτσι, ἔλεγε ὅτι γιά μᾶς δέν θά ὑπάρξη καμμιά ζημία ἀπό τήν μικρή ἀλληλο αντικατάσταση τῶν λέξεων καί διδάσκουμε τό ἴδιο «φωναῖς (λέξεις) ἄλλοις». Καί αὐτό τό δικαιολογοῦσε μέ τό ὅτι 

«οὐδέ ἐν ρήμασιν ἡμῖν εἶναι τήν σωτηρίαν μᾶλλον ἐν πράγμασι».

Ὁ ἴδιος μιλώντας γιά τόν Τριαδικό Θεό λέγει ὅτι φωτίζουν καί ἕνα καί ταυτοχρόνως τρία Φῶτα. 

Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι εἴτε ὑποστάσεις, εἴτε πρόσωπα, ὅπως κανείς θέλει ἔτσι νά τούς ὀνομάση, γιατί 

«οὐδέν περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχήσομεν ἕως ἄν πρός τήν αὐτῶν ἔννοιαν αἱ συλλαβαί φέρωσιν· ἑνί δε, κατά τόν τῆς οὐσίας λόγον, εἴτουν θεότητος». 

Δηλαδή, δέν πρόκειται νά φιλονικήσουμε γιά τά ὀνόματα, ὅταν οἱ λέξεις ἔχουν τήν ἴδια σημασία.

Σέ ἄλλο σημεῖο ἐρωτᾶ: Γιατί νά ἀκούη ὁ πικρόχολος ἀκροατής γιά λέξεις γύρω ἀπό θεολογικά θέματα καί ἔτσι κάνουμε τούς δικαστές μας κατηγόρους μέ ἀποτέλεσμα «τά ξίφη τοῖς ἐχθροῖς ἐγχειρίζομεν;». 

Ἔτσι οἱ λέξεις γίνονται ξίφη.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή «σαρκός διαιρεῖσθαι λέγομεν καί πνεύματος», ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό σῶμα καί τήν ψυχή, ἔτσι καί ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει τό σῶμα πού εἶναι τό γράμμα καί τό πνεῦμα πού εἶναι τό ἐσωτερικό νόημα. Γι' αὐτό «σοφός δέ προδήλως, ὁ τό μέν φθειρόμενον ἀφείς, ὅλου τοῦ ἀφθάρτου γενόμενος».

Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι τά μέν ρήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἱμάτια, τά δέ νοήματα εἶναι οἱ σάρκες τοῦ Λόγου, πού σημαίνει ὅτι τά μέν ρήματα καλύπτουμε τά δέ νοήματα ἀνακαλύπτουμε».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει: «Τῆς θείας Γραφῆς τά ρήματα, διά πράξεων ἀναγίνωσκε καί μή πλατυλόγει ἐπί ψιλοῖς τοῖς νοήμασι φυσιούμενος».

2. «Λέξεις» καί «πράγματα», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική κινοῦνται καί οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως ὁ ἄγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τόν ὁποῖον κατηγοροῦσαν καί οἱ συντηρητικοί καί οἱ αἰρετικοί ὡς «νέον θεολόγον».

Ὁ μεγάλος αὐτός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας κατηγορήθηκε ἀπό τούς συγχρόνους του γιά τό ὅτι δημιούργησε μιά «καινήν θεολογίαν, μᾶλλον δέ καί πονηράν» καί ὅτι εἶναι «αὐτόνομος» καί «καινοτόμος», διότι χρησιμοποίησε τήν ἔκφραση «ὑφειμένην θεότητα» γιά νά δηλώση τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί «ὑπερκειμένην θεότητα» γιά νά χαρακτηρίση τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Ἀπαντώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος σέ αὐτήν τήν κατηγορία ἀντιλέγει ὅτι τόν ὅρον «ὑφειμένην θεότητα» τήν χρησιμοποίησε πρῶτος ὀ Βαρλαάμ γιά νά χαρακτηρίση κτιστή τήν ἐνέργεια καί ὁ ἴδιος ἀποδέχθηκε τόν ὅρον «ὑφειμένην ἐνέργειαν» χαρακτηρίζοντας αὐτήν ἄκτιστη, ὁπότε ὅπως γράφει «ἡμεῖς δέ τήν λέξιν καλῶς ἐξειλήφαμεν, κἀκεῖνον περιφανῶς δυσσεβήσαντα δι' αὐτῆς ἐξηλέγξαμεν».

Ἔτσι, ἐνῶ ἡ λέξη πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί ὁ Βαρλαάμ εἶναι ἡ ἴδια, ἐν τούτοις τό νόημα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό, ἀφοῦ μέ τήν ἴδια λέξη ὁ Βαρλαάμ ἐννοεῖ κτιστή τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος ἐννοεῖ ἄκτιστη ἐνέργεια.

Γιά νά ἀποδείξη δέ ὅτι δέν πρέπει νά παραμένουμε ἁπλῶς στίς λέξεις, ἀλλά νά προχωροῦμε καί στά νοήματα, χρησιμοποιεῖ χωρία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἀναφέρω αὐτά τά πατερικά κείμενα πού ἐπικαλεῖται.

Ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης γράφει: 

«ὡς ἐστιν ἄλογον καί σκαιόν καί τῶν μή τά θεῖα νοεῖν ἐθελόντων ἴδιον, τό μή τῇ δυνάμει τοῦ σκοποῦ προσέχειν, ἀλλά ταῖς λέξεσι». 

Δηλαδή, εἶναι ἄλογο καί λοξό νά μή προσέχουμε στήν δύναμη τοῦ σκοποῦ, ἀλλά στίς λέξεις.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἐπειδή ἀντιμετωπίζει πάλι τό ἴδιο πρόβλημα ἀπό τούς ἀντιπάλους του τήν ἐποχή ἐκείνη, ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί δέν βλέπουν τόν σκοπό τοῦ γράφοντος, ἀλλά ἀπό διάφορα αἴτια, εἶτε ἀπό φθόνο, εἴτε ἀπό ἐριστικότητα ἑρμηνεύουν καί μεταποιοῦν τά γραφέντα κατά τίς ἀρεσκεῖες τους. 

«Οἱ πολλοί οὐ τήν πίστιν οὐδέ τόν σκοπόν τοῦ γράφοντος ἐξετάζουσιν, ἀλλά διά φθόνον ἤ ἔριν, ἧς προελήφθησαν κατά διάνοιαν δόξης, ὡς θέλουσιν αὐτοί δέχονται, καί μεταποιοῦσι τά γραφέντα κατά τήν ἰδίαν ἡδονήν».

Ὁ Μ. Βασίλειος συνιστᾶ ὅτι δέν πρέπει νά προσέχουμε τίς λέξεις, ἀλλά τήν δύναμη τοῦ σκοποῦ, καί ὅτι οἱ αἱρετικοί, καίτοι χρησιμοποιοῦν τίς λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἶναι ὕποπτοι καί διεφθαρμένοι στόν νοῦν. 

«Οὐ χρή προσέχειν λέξεσιν, ἀλλά τῇ τοῦ σκοποῦ δυνάμει· κἄν γάρ ἀγράφους τις λέγῃ λέξεις, οὐδέν διαφέρει, ἕως ἄν εὐσεβῆ τήν διάνοιαν ἔχῃ· οἱ δέ αἱρετικοί κἄν ταῖς ἀπό τῶν Γραφῶν χρήσωνται, οὐδέν ἧττον ὕποπτοι καί τόν νοῦν διεφθαρμένοι».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ἡ εὐσέβεια δέν βρίσκεται στά λόγια, ἀλλά στά πράγματα. Γράφει: 

«Οὐδέ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασι ἡ εὐσέβεια· οὐδέ περί τῶν ὀνομάτων ζυγο μαχήσομεν οὐδέ περί ταῦτα ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν, ὥσπερ ἐν ὀνόμασι κειμένης ἡμῖν τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ οὐκ ἐν πράγμασιν. Οἱ δέ σφόδρα προπολεμοῦντες τοῦ γράμματος, ἴστωσαν ἐκεῖ φοβούμενοι φόβον, ο μή ἔστι φόβος, καί σαφῶς γινωσκέτωσαν, ὡς ἔνδυμα τῆς ἀσεβείας αὐτοῖς ἐστιν ἡ δειλία τοῦ γράμματος».

Ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι εἶναι ἀμάθεια τό νά βλέπουμε τήν νίκη στίς ποιότητες τῶν ὀνομάτων. Γράφει: 

«Ἀμαθείας ἔμπλεων εἶναι λέγων, τό ταῖς τῶν ὀνομάτων ποιότησι πάντῃ τε καί πάντως ἀπονέμειν τό κράτος».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι δέν ὑπάρχει κίνδυνος ἀπό τήν λέξη ἐάν δέν γίνεται τό σφάλμα στήν ἔννοια. 

«Λέξεως κίνδυνον μηδένα εἶναι, ἐάν μή περί τήν ἔννοιαν ἡ ἁμαρτία γένηται».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει ὅτι οἱ ἅγιοι ἀδιαφοροῦν γιά τίς λέξεις, ἐπειδή γνωρίζουν ὅτι δέν ἀδικοῦνται οἱ λέξεις, ὅταν τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. 

«Εἴωθε ἐξ ἀρχῆς οὐ μόνον ἡ θεία Γραφή, ἀλλά καί οἱ τῆς εὐσεβείας διδάσκαλοι περί τάς λέξεις ἀδιαφορεῖν, εἰδότες ὅτι οὐδέν ἀδικοῦσιν αἱ λέξεις, ὅταν ἄλλως ἔχῃ τά πράγματα. Διό ἡμεῖς ποιότητα λέξεως οὐ πάντως ἐξετάζομεν· οὐ γάρ ἄξιον ἐν θείοις δόγμασιν ἐρεσχελεῖν καί σκοπόν ἔχειν τό κακῶς νικῆσαι».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ νά μή ἐξετάζουμε γυμνά τά λόγια, οὔτε νά βασανίζουμε τήν λέξη καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά νά ἐξετάζουμε τήν γνώμη τοῦ γράψαντος, γιατί διαφορετικά θά ὑποστοῦμε πολλές ἀπέχθειες καί ὅλα θά ἀνατραποῦν: 

«Οὐ δεῖ τά ρήματα γυμνά ἐξετάζειν, ἐπεί πολλά ἕψεται τά ἀτοπήματα, οὐδέ τήν λέξιν καθ’ ἑαυτήν βασανίζειν, ἀλλά τῇ διανοίᾳ προσέχειν τοῦ γράφοντος· ἄν γάρ μή τήν γνώμην τοῦ γράφοντος ἐξετάζωμεν, πολλάς ὑποστησόμεθα τάς ἀπεχθείας καί πάντα ἀνατραπήσεται».

Εἶναι φανερόν ὅτι καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατηγορήθηκε ὅτι ἐξέφραζε μία «νέα θεολογία», καί ἐκεῖνος ἤλεγχε τούς κατηγόρους του ὅτι παραμένουν στίς «λέξεις» καί παραθεωροῦν τά «πράγματα», τήν ἴδια τήν ἐμπειρική θεολογία.

3. Συζήτηση στήν Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο γιά τίς «λέξεις» καί τά «πράγ­ματα»

Ἡ συζήτηση γιά τίς «λέξεις» καί τά «πράγματα» ἔγινε στήν Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ ἔτους 1351, ὅπως τό βλέπουμε στόν «Συνοδικό Τόμο» τῆς Συνόδου αὐτῆς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει τήν διάκριση μεταξύ τῆς «εὐσεβοῦς ἀντιλογίας» καί τῆς «πίστεως ὁμολογίας». Εἶπε: 

«Ἕτερον ἐστίν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία, καί ἐπί μέν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περί τάς λέξεις ἀκριβολογεῖσθαι τόν ἀντιλέγοντα, ὡς καί ὁ μέγας φησί Βασίλειος, ἐπί δέ τῆς ὁμολογίας ἀκρίβεια διά πάντων τηρεῖται καί ζητεῖται». 

Δηλαδή, ἐπικαλεῖται τόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι γιά τήν ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπαιτεῖται ἀκρίβεια καί αὐτό πρέπει νά τηρεῖται καί νά ἀναζητεῖται.

Ὁ ἴδιος κάνει τήν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, γιά τήν ὁποία ἀπαιτεῖται ἀκριβής λόγος, καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀντιλογία τῆς εὐσεβείας, ὅταν δηλαδή πρέπει νά ἀντικρούση κανείς διά μακρῶν διάφορες αἰρετικές ἀπόψεις καί χρησιμοποιεῖ διάφορα ἐπιχειρήματα. 

Γι' αὐτό δέν πρέπει κανείς νά παραμένη σέ τέτοια πολεμική θεολογία καί νά κρίνη τόν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν Σύνοδο αὐτή οἱ ἀντίπαλοι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, παρά τήν προηγούμενη ἐπεξήγηση πού ἔδωσε, συνεχίζουν νά τόν κατηγοροῦν ὅτι στά συγγράμματά του γράφει πολλές φορές γιά δύο θεότητες καί τίς χαρακτηρίζει «ὑπερκείμενη» καί «ὑφειμένες», δηλαδή τήν οὐσία καί τήν ἐνέργεια. Ὅμως ὁ Βασιλιάς πού προήδρευε τῆς Συνόδου εἶπε ὅτι στήν Σύνοδο δέν συνῆλθαν γιά νά συζητήσουν λέξεις, ἀλλά γιά νά βροῦν τήν συμφωνία μέ τά «πράγματα», τήν ἀλήθεια. Ἐπικαλέσθηκε δέ καί τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων λογομαχήσομεν, κίνδυνον οὐδένα εἰδότες περί τάς λέξεις, ἕως ἄν ὁ νοῦς ὑγιαίνειν δοκῇ».

Τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπάντησε: «Λέξεων ἐμοί λόγος ὀλίγος· οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ' ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθεια τε καί ἡ εὐσέβεια, κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον. Περί δέ τῶν δογμάτων καί πραγμάτων τόν ἀγῶνα ποιοῦμαι. Κἄν τις ἐπί τῶν πραγμάτων ὁμοφωνῇ πρός τάς λέξεις οὐ διαφέρομαι». 

Δηλαδή, ἐάν ὑπάρχη ὁμοφωνία στά πράγματα, δέν θά ὑπάρχη διαφορά στίς λέξεις.

Κατέληξε δέ νά πῆ ὅτι δέν ἀγωνίσθηκε γιά λέξεις, ὀνόματα καί συλλαβές, ἀλλά γιά τά πράγματα, πού σημαίνει τήν ἴδια τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐμπειρία, τήν θεοπτία. Ἄν ἡ Σύνοδος δεχθῆ τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καί πῆ κάτι διαφορετικό γιά τίς λέξεις, θά τό ἀποδεχθῆ: Εἶπε:

«Πλέον οὔτε τότε περί τῶν λέξεων ὁ σκοπός ἐμοί, ἀλλ' ἅπας ὁ ἀγών περί τῶν πραγμάτων, οὔτε νῦν περί ὀνομάτων καί συλλαβῶν διαφέρομαι· ἀλλά τῶν πραγμάτων εὐσεβῶς ἀνακηρυχθέντων, Χριστοῦ χάριτι, ἕτοιμος εἰμί πᾶν ὅπερ ἄν ἡ θεία σύνοδος περί τῶν λέξεων διαγνῷ στέρξαι καί ἀποδέξασθαι».

Ὅμως, παρά τήν καθαρή αὐτή ὁμολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ἀντίπαλοί του, δηλαδή ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς καί οἱ ὁμόφρονές του ἐπανέρχονται στό θέμα αὐτό, δηλαδή ἀφήνουν τήν οὐσία τοῦ θέματος καί ἀσχολοῦνται μέ τίς λέξεις. Γράφεται στόν Συνοδικό Τόμο: 

«...Γενομένης δέ καί τετάρτης, ἤρξαντο πάλιν οἱ διαφερόμενοι λέξεις τινας αἰτιᾶσθαι, ἐμφερομένας ἐν τοῖς τοῦ Θεσσαλονίκης συγγράμμασι, τῶν πραγμάτων ἀφέμενοι».

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐνδιαφερόταν νά ἀποδείξη τίς θεολογικές ἀλήθειες ὅτι ἐμεῖς μετέχουμε τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς οὐσίας Του, ὅτι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ ὅπως τό εἶδαν οἱ Μαθητές ἦταν θεῖο, ἄκτιστο, καί ὄχι κτιστό, ἐκεῖνοι συνέλεγαν λέξεις ἀπό τά κείμενά του γιά νά τόν κατηγορήσουν ὡς διθεΐτη.

Αὐτό συνεχίσθηκε καί μετά τήν Σύνοδο τοῦ 1351, σέ μιά συζήτηση πού ἔγινε μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ φιλοσόφου Νικηφόρου Γρηγορᾶ τό θέρος τοῦ ἔτους 1355 παρουσία τοῦ Βασιλέως.

Ὁ καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου γράφει ὅτι πρόκειται γιά δημόσια συζήτηση, τήν ὁποίαν παρακολούθησαν ὁ αὐτοκράτωρ, ἡ αὐτοκράτειρα, ὁ μέγας λογοθέτης, ὁ λεγάτος τοῦ Πάπα, πολλοί ἀξιωματοῦχοι καί λόγιοι, πού δέν ἀναφέρονται ὀνομαστικά, οἱ δύο συζητητές μέ τούς ἀκολούθους τους. Τά κύρια θέματα πού συζήτησαν ἦταν περί οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, περί ἑνότητος καί πολλαπλότητος τοῦ Θεοῦ, περί τοῦ οὐσιώδους περιεχομένου τῶν ἐνεργειῶν, περί τῶν ὀνομάτων καί ἰδιωμάτων περί τοῦ γνωστοῦ καί ἀγνώστου τοῦ Θεοῦ.

Τό πρῶτο θέμα πού ἔθεσε ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς ἦταν τό θέμα περί οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Βασιλεύς εἶπε ὅτι ὁ τόμος πού εἶχε ὑπογραφῆ στήν Σύνοδο τοῦ 1351 εἶναι συνοδικός καί ἑπομένως εἶναι τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτοί ὄφειλαν νά τόν προεκτείνουν κατά κεφάλαια, προφανῶς νά μήν ἀναθεωρηθῆ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶπε ὅτι δέν πρέπει νά ἐξετάζουν ἐάν κάποιος παρουσιασθῆ καί ὀνομάση τόν Θεό κτίσμα, ἐννοώντας προφανῶς τήν ἄποψη τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ θεοῦ εἶναι κτίσμα. Συνέχισε: «Ἐπεί δέ καί μή ἐν ρήμασιν οὐκ' ἁπλῶς ἐν γράμμασιν, ἀλλ' ἐν πράγμασιν ἡμῖν ἡ εὐσέβεια, κατά τούς θεολόγους, περί ὧν ἐμοί καί πρότερον καί νῦν ὁ ἀγών». Ἐκεῖνο πού τόν ἐνδιέφερε πάντοτε δέν ἦταν τά ρήματα, οἱ λέξεις, ἀλλά αὐτό τό ἴδιο τό γεγονός.

Τότε ὁ φιλόσοφος Γρηγορᾶς εἶπε ὅτι δέν διαφέρουν μεταξύ τους ἡ οὐσία καί ἡ ἐνέργεια, ἀφοῦ ταυτίζονται, διότι κάθε τί πού διαφέρει ἀπό τήν οὐσία εἶναι κτίσμα.

Ἀπαντώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶπε: «Ὅτι πίστις ἡγεῖται τῶν εὐσεβῶν δογμάτων οὐκ ἀπόδειξις, ἕπεται δέ τῇ πίστει ἡ σύνεσις», δηλαδή προηγεῖται ἡ πίστη καί ἀκολουθοῦν τά δόγματα. Καί συνέχισε «Ὁμολογία δέ ἐστί τῆς πρός Θεόν πίστεως ἀσφαλής ἡ πρός τήν τῶν ἁγίων Πατέρων θεολογία συμφωνία», καί ἀνέφερε σχετικά χωρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Τό σημαντικό, λοιπόν, καί ἀπό τήν Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τήν συζήτηση πού ἔγινε μετά ἀπό αὐτή, εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δίνει μεγάλη σημασία στό σημαινόμενον τῶν πραγμάτων, καί μπορεῖ νά ἐκφράση καί μέ μιά ἄλλη λέξη τό σημαῖνον. Αὐτό τό εἶπε, γιατί οἱ ἀντίπαλοί του συνέλεγαν μερικές λέξεις πού χρησιμοποιοῦσε στά ἐπιχειρήματά του γιά νά ἀνατρέψη τίς ἀπόψεις τῶν αἱρετικῶν συνομιλητῶν του. Καί μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἔκανε λόγο γιά τό ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως γιά τήν ὁποία ἀπαιτεῖται ἀκριβολογία λέξεων καί ὅρων καί ἄλλο εἶναι ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία, πού χρησιμοποιεῖ κανείς πολλά ἐπιχειρήματα καί διάφορες λέξεις.

Εἶναι γεγονός ὅτι πάντοτε οἱ Πατέρες στηρίζονται στήν ἐμπειρία τους καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἀντίπαλοί τους πού κινοῦνται μέ ἄλλα κριτήρια, στηρίζονται σέ μερικές ἐπί μέρους λέξεις γιά νά ἀποδομήσουν καί τήν ὀρθότητα τῆς πίστεώς τους.

Τό συμπέρασμα, εἶναι ὅτι ὅσοι ἐπιδιώκουν νά εἶναι «θηρευτές λέξεων», δείχνουν ἤ ἐπιπολαιότητα ἤ ἐμπάθεια. 

Ἄν μᾶς ἐνδιαφέρη ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, τότε διαβάζοντας ἕναν συγγραφέα, πρέπει νά ἀναζητᾶμε τό νόημα τῶν λέξεων, ἀπό τά συμφραζόμενα καί ὅλα τά κείμενά του, γιά νά μή γινόμαστε ἄδικοι κριτές καί τελικά ἀποδεικνύουμε «ἐν τοῖς πράγμασιν», ὅτι διεδικοῦμε καί ζοῦμε τό παπικόν ἀλάθητον πού εἶναι αἵρεση δεινή.





Πηγη https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/47193-nafpaktou-ierotheos-thireftes-lekseon-se-koinoniko-kai-theologiko-logo