Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΜΙΣΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟ..

 











Υπάρχει καί κάτι περίεργο στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. 

Ἀκοῦμε τόν Χριστό νά μιλάη γιά ταπείνωση, νά μήν ἀντιστεκόμαστε στόν πονηρό, νά νικοῦμε μέ τό ἀγαθό τό κακό, νά εἴμαστε ἄνθρωποι πού ἀγαποῦμε καί τούς ἐχθρούς μας·

 «...εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;... ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Λουκ. 6, 32 καί 35)

Καί ἐνῶ μᾶς μιλάει γιά τέτοια ἀγάπη, ἀκοῦμε νά μᾶς μιλάη καί γιά μίσος· μιά διδασκαλία δύσκολα κατανοητή, εἰδικά γιά ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. 

Στήν ἐποχή μας 

ἡ κάθε ἐπιθυμία γίνεται δικαίωμα, 

ἡ κάθε ἐπιθυμία πού γίνεται δικαίωμα μπορεῖ νά γίνη καί νόμος καί ὅταν ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία γίνεται νόμος, αὐτό θεωρεῖται πρόοδος τῆς κοινωνίας· σέ μιά τέτοια κοινωνία, προοδευτική, ἐντός πολλῶν εἰσαγωγικῶν, ἡ διδασκαλία γιά «ἅγιο μίσος εἶναι δύσκολα ἀφομοιώσιμη. 

Συνήθως γίνεται λόγος μόνο γιά ἀγάπη, μιά ἀγάπη ὅμως τυφλή, ἰδιοτελῆ, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπαύγασμα τοῦ φωτισμοῦ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς· εἶναι ἄσχετη μέ τό φῶς τῆς ἀλήθειας, σκοτίζει μάλιστα τήν νοερή καί λογική ὅραση, γιά νά μή βλέπη τά φθοροποιά πάθη πού σαπίζουν καί ἀχρειώνουν τήν φύση μας.

Ἀκοῦμε, λοιπόν, τόν Χριστό νά λέη στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: 

«Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν» (Ἰωάν. 12, 25). 

Μᾶς λέει ὅτι πρέπει νά μισοῦμε τήν ψυχή μας καί αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν ψυχή του μέσα στόν κόσμο αὐτόν θά τήν χάση. 

Μᾶς διδάσκει ἀκόμη πιό ἐμφαντικά: 

Αὐτός πού δέν μισεῖ τόν πατέρα του, τήν μητέρα του καί τούς ἀδελφούς του, 

«ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» 

(Λουκ. ιδ΄, 26). 

Γιά νά μπορεῖ νά εἶναι κανείς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά διακατέχεται ἀπό ἕνα μίσος σέ ὅ,τι πιό ἀγαπητό ἔχουμε στήν ζωή αὐτή. Πῶς ταιριάζει αὐτή ἡ διδασκαλία μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀπροϋπόθετη ἀγάπη, ἀκόμη καί πρός τούς ἐχθρούς μας; 

Πῶς μπορεῖ νά ἐννοηθῆ αὐτό τό μίσος; 

Πρέπει νά τονισθῆ ὅτι εἶναι ἕνα μίσος ἅγιο, τό ὁποῖο μάλιστα εἶναι προϋπόθεση τῆς καθαρῆς, ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. 

Ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει τό ἅγιο μίσος πού, ἄν τό ἐγκολπωθοῦμε, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό ὅλες τίς ἐξαρτήσεις ἀπό στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου καί μᾶς κάνει ἱκανούς νά δεχθοῦμε μέσα μας τήν χάρη τῆς θεολογικῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία «οὐδέποτε ἐκπίπτει». 





Ἡ χριστιανική ἀγάπη συνδέεται μέ τόν φωτισμό τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. 

Ὁ ἅγιος Μάξιμος διδάσκει, ὅτι 

«ἀγάπη εἶναι ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία μέ τίποτε δέν ἀνταλλάσσει τήν γνώση τοῦ Θεοῦ» 

καί μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι «εἶναι ἀδύνατον νά φθάση κανείς στήν στερέωση τῆς ἀγάπης αὐτῆς, ἐάν ἔχη προσκόλληση ἔστω καί σέ ἐλάχιστο γήϊνο πράγμα».




Ὁ Χριστός, λοιπόν, μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νά μισοῦμε τήν ψυχή μας σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὅπως εἶναι τώρα, γιατί ἡ ζωή αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν εἶναι τό ἀρχικό θέλημα, 

τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. 

Δέν εἶναι ἡ ζωή πού θέλησε ὁ Θεός γιά τόν κόσμο· εἶναι ἡ πεπτωκυῖα ζωή, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν θνητότητα καί εἶναι γεμάτη ἀπό πόνους, κόπους καί ἀσθένειες 

πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο. 

Εἶναι μιά ζωή στήν ὁποία κυριαρχεῖ, λόγω τοῦ θανάτου, ἡ ἱδιοτέλεια. 

Ὁ θάνατος μᾶς κάνει ἰδιοτελεῖς καί μᾶς βυθίζει στήν ἁμαρτία. Μᾶς τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφέστατα «...ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ» (Ρωμ. 5,21). 

Ἡ ἰδιοτέλεια γεννιέται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί μᾶς κάνει φιλοχρήματους, φιλόδοξους καί φιλήδονους· μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἕναν ἑσμό παθῶν. Αὐτή εἶναι ἡ πεπτωκυῖα ζωή, μιά ζωή πού δέν ἀξίζει στόν ἄνθρωπο, ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός.

Ἀπό τόν κόσμο αὐτῆς τῆς ζωῆς πρέπει νά ἀπελευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος καί νά προχωρήση σέ μιά ἄλλη πορεία, προσλαβάνοντας τήν ζωή πού ὁ Θεός μᾶς δώρισε μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθῆ μέ τό νά ἀποκτήση μιά ἀποστροφή σέ ὅ,τι καλό ἔχει αὐτός ὁ κόσμος, τό ὁποῖο δέν ὑπάρχει μετά τόν θάνατο. Ἀκοῦμε στίς νεκρώσιμες ἀκολουθίες: 

«πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον», 

ὄχι ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι ματαιότης, ἀλλά ὅσα 

«οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον», 

πού σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν ὑλικά πράγματα, ἀπόψεις, τρόποι ζωῆς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά διάλυση τῆς ὕπαρξής μας, μᾶς βυθίζουν στά πάθη, στήν ἁμαρτία, στόν πνευματικό θάνατο, μᾶς κάνουν ἀνίκανους νά κατανοοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο καί τήν ἀγάπη πού θέλει ὁ Θεός νά ἐχουμε γι’ Αὐτόν καί τόν κόσμο ὅλον.

Γιά νά ἔχουμε τήν ἀγάπη πού μᾶς ἐμπνέει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν θά πρέπει νά εἴμαστε προσκολλημένοι στόν παρόντα κόσμο. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τό μίσος, γιά ἕνα ὑγιές, ἅγιο μίσος, δηλαδή μιά ἀποστροφή πρός τά παρόντα νομιζόμενα καλά. 

Αὐτή ἡ ἀποστροφή, ὅμως, γιά νά εἶναι,ὑγιής καί ὄχι σύμπτωμα κάποιου ψυχολογικοῦ προβλήματος, πρέπει νά γεννιέται ἀπό τήν γεύση τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ἀναστημένης.

Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά γευτοῦμε στήν ψυχή μας ἀπό τώρα τά δῶρα τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. 

Ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς διδάσκει: 

«Τά φαινόμενα πάντα δεῖται σταυροῦ... τά δέ νοούμενα πάντα, χρῄζει ταφῆς». 

Ἄν αὐτό συμβῆ, τότε ὁ «λόγος» μέσα μας, ἀποχωρισμένος ἀπό φαινόμενα καί νοούμενα, 

«ὥσπερ ἐκ νεκρῶν ἐγηγερμένος ἀναφαίνεται»· 

γευόμαστε τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς πρίν ἀπό τόν θάνατο καί τήν τελική ἀνάσταση τοῦ σώματος· ὅ γένοιτο!





Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη (αποσπασμα)

Πηγη :https://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-333/8058-2024-333-04?

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

 




Η ουσία της απογνωσης είναι η απιστία στην Ανάσταση… Απορρίπτοντας την πίστη στην Ανάσταση, ο άνθρωπος καταδικάζει τον εαυτό του στον θάνατο. 

Και η αυτοκαταδίκη αυτή είναι η πραγματική φύση της απογνώσεως. 

Δεν είναι καθόλου εκπληκτικό ότι ολόκληρος ο κόσμος τώρα βυθίζεται διαρκώς βαθύτερα στην απόγνωση.

    

Στην απόγνωσή τους οι άνθρωποι 


αναζητούν απολαύσεις 


οποιασδήποτε αξίας, 


μέχρι και αδελφοκτόνους 


πολέμους. 


Έτσι η ανθρωπότητα 


βαδίζει προς την αυτοκαταστροφή. 


Η διαφύλαξη των εντολών 


του Χριστού οδηγεί 


στην αποκατάσταση του 


πρωτόκτιστου κάλλους του 


ανθρώπου. 


Όταν αυτό αποκατασταθεί, 


μεταμορφώνει 


και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, 


όλη την κτίση που υποτάχθηκε 


στη ματαιότητα



Έχουμε ξαναγράψει ότι το λάθος 


ημών των ανθρώπων είναι


ότι πιστεύουμε ότι μπορούμε 


να λύσουμε όλα τα προβλήματα 



του κόσμου μόνο 



με τις δικές μας δυνάμεις 



και προσπάθειες. 




Έτσι, κάθε τόσο 



επινοούμε ‘συνταγές’ 



και προγράμματα’ που, 



όσο καλά σχεδιασμένα 



κι αν είναι, ακόμη 



κι αν 


γίνουν αποδεκτά από όλους τους 


εμπλεκομένους, είναι καταδικασμένα 


να αποτύχουν, εφόσον συνεχίζουμε 


να ζούμε χωρίς το απαραίτητο 


συστατικό της πίστης στον Θεό 


και την Ανάσταση.



Κυριακή 12 Μαΐου 2024

ΤΙ ΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑΡΡΕΙΣ…

 

ΕΝΑ ΜΟΥΛΑΡΙ..ΤΟ ΚΑΒΑΛΙΚΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΜΕ..

Αποτέλεσμα εικόνας για Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε







Σχετική εικόνα






Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, 
πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.

– Όχι πια, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου.Δεν έχει δύναμη.
Παλεύω με το Θεό.
– Με το Θεό, έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;
– Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου.
Μου απόμειναν ακόμα τα κόκκαλα. 
Αυτά αντιστέκουνται.

– Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου.
Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;

– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.

– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.

– Ένας μονάχα δρόμος.
– Πώς τον λέν;

– Ανήφορο.
Ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί.
Από το χορτασμό στην πείνα,από τον ξεδιψασμό στη δίψα,Από Τη Χαρά Στον Πόνο

Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου  κάθεται ο Θεός.
Στην κορφή της καλοπέρασης.  
κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.

– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης,
έχω καιρό να διαλέξω.



alt





Aπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε
 Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος. 
Ανατρίχιασα.
– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.
– Ο Χάρος αγαπάει τους νέους.
Η Κόλαση αγαπάει τους νέους.
Η ζωή ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου ξύπνα .

Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο.
– Είσαι έτοιμος; μου κάνει.
Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.
– Όχι,φώναξα. 
– Αυθάδεια της νιότης.Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις.  
Δε φοβάσαι;
Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. 
Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι; 
Πείνασες, δίψασες, πόνεσες,  κοντεύει  να φτάσεις στην κορφή της σκάλας,  φάνηκε 
Η πόρτα της Παράδεισος. 
Μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; 
Θ’ ανοίξει; είσαι σίγουρος;


alt



Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του.  Αναστέναξε. Και σε λίγο

– Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού.  Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.

– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού.Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει.και την αυθάδεια της νιότης.

– Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού.
Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν  αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.

– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου,καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;

Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα,ποιος ξέρει,  μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός,πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης
θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, 
κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, 
θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει  το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του:   

Ή μ α ρ τ ο ν  θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: Καλώς ήρθες, θα του πει καλώς ήρθες, γιε μου. 
Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου.
Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω



alt




Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός,δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. 
Ακουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε.
Τί έχεις κι αναστενάζεις; τον ρώτησε. 
Δεν είσαι ευτυχής; 
Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;του αποκρίθηκε ο άγιος Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.Τί συντριβάνι;
Τα δάκρυα των κολασμένων.
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
 Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη 
Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά
Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές,έφτυσε στον αέρα
– Ύ π α γ ε   ο π ί σ ω  μου, Σατανα 

ξανάπε,κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Αγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.

– Γέροντά μου, του κάνω,δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω,δεν είμαι ο Πειρασμός. 
Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.

– Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.
Το μ υ α λ ό  θα σε φάει, 
το ε γ ώ   θα σε φάει.
Ο αρχάγγελος Εωσφόρος , που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις,ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;
Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε 
Ε γ ώ . 
Ναι ναι, άκου, νεαρέ,και βάλ’ το καλά στo νου σου.

– Ένα μονάχα πράμα κολάζεται  στην Κόλαση, 
το εγώ.
Το ε γ ώ , ανάθεμά το.

Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε  ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.

– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ,από το Θεό. 

Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του.
Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, 
δ ε ν   υ π ή ρ χ α ν  δ υ ό , υπήρχε  ένα .
Το Ένα, ο Έ ν α ς.  
Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος.
Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. 

Β λ ο γ η μ έ ν ο ς   ο θάνατος.
Τί ναι ο  θ ά ν α τ ο ς, θαρρείς;

Ένα ¨μουλάρι¨ ,το καβαλικεύουμε και πάμε
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν. 
Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο.
Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.

– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
– Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε,είμαι ευτυχής, παιδί μου.Κάθε μέρα, κάθε ώρα,
γ ρ ο ι κ ώ τα πέταλα του μουλαριού, 
γ ρ ο ι κ ώ  το Χάρο να ζυγώνει.

Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ  στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής.

Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς 
Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει. 
Αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο.
Ελαμπε o Εωσφόρος  στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού.
Αργότερα, συλλογίστηκα, 
σ α  γ ε ρ ά σ ω ,σαν ξεθυμάνω,  σαν ξεθυμάνει. μέσα μου κι o Εωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.

– Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. 
Ο Θεός μαζί σου.Και σε λίγο, περιπαιχτικά

– Χαιρετίσματα στον κόσμο.
– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα.
Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς,

φ τ α ί ε ι  A υ τ ό ς ,που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο. 
Κανεις δεν ξέρει αν τελειώνοντας το Ταξιδι, 
ο Καζαντζακης μετάνοιωσε.

Κανείς δεν ξέρει αν νίκησε τον πειρασμό, π’ αρέσκονταν να προκαλεί.
Γιατί όλοι θα μπούμε στο Παράδεισο,
άλλοι με χαρά κι άλλοι με τρόμο.
Γι άλλους θάναι φώς,και γι άλλους φωτιά,
γιατί κ ό λ α σ η  δεν υπάρχει στα σπλάγχνα του Θεού 
Αυτή τη κάνουμε μόνοι μας,μεσα μας,και τη στήνουμε μπρός μας,και τη βιώνουμε, γιατί δεν θέλουμε να απαλλαγούμε απ αυτήν, 
γιατί την α γ α π ά μ ε, όπως αγαπάμε τα πάθη μας φανατικά,μεχρι τέλους, χωρίς μετάνοια .

 

Χαιρετε.

 

 

 

 


alt

alt
alt