Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ










Αυτο που συμβατικά αποκαλείται μετανεωτερικότητα είναι πολυσύνθετο και εξαιρετικά δύσκολο να οριστεί θετικά.

Σε θεωρητικό επίπεδο, η μετανεωτερική συνείδηση εκφράζεται ως κριτική αμφισβήτηση και υπέρβαση των γνωσιοθεωρητικών προϋποθέσεων της νεωτερικής σκέψης -χωρίς πάντοτε να αρθρώνονται ικανοποιητικές εναλλακτικές προτάσεις. 

Η μεταμοντέρνα φιλοσοφία , είναι γνήσιο τέκνο του σκεπτικισμού και συγγενεύει με την αρχαία κυνική και σοφιστική παράδοση(1). 

Ανάλογες τάσεις αμφισβήτησης των παραδεδομένων και αναζήτησης εναλλακτικών αντιλήψεων και τρόπων έκφρασης, ανιχνεύει κανείς σε όλα τα επίπεδα του ατομικού και συλλογικού βίου: στο χώρο της επιστήμης, της τέχνης, της πολιτικής, της θρησκείας, της τεχνολογίας, της οικολογίας, αλλά και στον τρόπο ζωής, στη διαμόρφωση της λαϊκής κουλτούρας και της ποιότητας των Μ.Μ.Ε.

Σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, η μετανεωτερικότητα μπορεί να περιγραφεί ως φάση μετάβασης προς κάτι που δεν έχει διαφανεί ακόμη η ταυτότητά του. 

Πρόκειται για μια ενδιάμεση κατάσταση, όπου στοιχεία της νεωτερικότητας συνυπάρχουν με αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες στηρίζονται σε διαφορετικούς άξονες και στοχεύουν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμικού παραδείγματος. Παρατηρείται τέτοια ποικιλία τάσεων, ρευμάτων και κινημάτων -αντιφατικών πολλές φορές- ώστε είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για το κατά πόσο το μεταμοντέρνο ανατρέπει ριζικά το μοντέρνο ή απλώς συνιστά την επίτασή του. 

Γι' αυτό ερευνητές, όπως ο Anthony Giddens, υιοθετούν μια πιο μετριοπαθή περιγραφή του μεταμοντέρνου, εκλαμβάνοντάς το ως "ύστερη" (late), "υψηλή" (high) ή "ριζοσπαστικοποιημένη" (radicalized) φάση της νεωτερικότητας(2). 

Χωρίς να επεισέλθουμε εδώ σε λεπτομέρειες, αρκούμαστε να παρατηρήσουμε ότι ο στοχασμός για το μεταμοντέρνο είναι στο σύνολό του μια κριτική διερώτηση σχετικά με το μέλλον της νεωτερικότητας, που εκφράζει την υπαρξιακή αβεβαιότητα και ανησυχία του ανθρώπου των καιρών μας.

Η ταυτότητα, λοιπόν, της μετανεωτερικότητας δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως. Εντούτοις είναι δυνατόν να διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, τα οποία θεωρούμε ότι καταδεικνύουν αφενός τη συνέχεια και αφετέρου την απόσταση που επιχειρεί να πάρει από το νεωτερικό κεκτημένο.

1. Πρώτο γνώρισμα είναι η απαξίωση της παράδοσης του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ο ορθολογισμός, ο ουμανισμός, ο θετικισμός, ο ωφελιμισμός, καθώς και οι αντιλήψεις που συνδέθηκαν με την απελευθερωσιακή προοπτική της πολιτικής πράξης και την παντοδυναμία της επιστημονικής προόδου -μ' ένα λόγο, οι "μεγάλες αφηγήσεις" (grand narratives), όπως τις αποκάλεσε ο Francois Lyotard(4)- που σφράγισαν την ιδεολογική ταυτότητα της νεωτερικότητας και προσέφεραν μια καθολική ερμηνεία του κόσμου με αξιώσεις απόλυτης αυθεντίας, έχουν χάσει πλέον το κύρος τους. Τη θέση τους, υποστηρίζει ο συγγραφέας της Μεταμοντέρνας Κατάστασης, τείνουν να πάρουν οι "μικρές αφηγήσεις" (little narratives), δηλαδή επιμέρους πρακτικές θεωρήσεις, που βασίζονται σε κριτήρια τα οποία ποικίλουν ανάλογα με την περίσταση και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων μόνο προβλημάτων σε τοπικό επίπεδο, χωρίς αξιώσεις καθολικής ισχύος.

2. Δεύτερο γνώρισμα είναι η αμφισβήτηση της εξουσίας και των θεσμικών φορέων, που συνδέονται με τις μεγάλες αφηγήσεις. Οι κατεστημένες αυθεντίες αμφισβητούνται σε όλα τα επίπεδα και η αξίωση που προβάλλουν για αποκλειστική κατοχή και εκπροσώπηση της αλήθειας επικρίνεται ως αυταρχισμός και ολοκληρωτισμός. Το μετανεωτερικό ήθος επιδιώκει να είναι αντιεξουσιαστικό, απεχθάνεται τη θεσμοποίηση και τον δογματισμό, απορρίπτει την τυραννία του αυτονόητου και επιθυμεί να δυναμιτίσει την παραδεδομένη τάξη πραγμάτων. Ενθαρρύνει την αποκέντρωση της γνώσης και της εξουσίας, υπερασπίζεται το δικαίωμα της ατομικής επιλογής και αρνείται να συμμορφωθεί με την "επίσημη άποψη".

3. Τρίτο γνώρισμα, άμεσα συνδεδεμένο με τα δυο προηγούμενα, είναι ο πλουραλισμός. Κορυφαίες αξίες στην αξιολογική κλίμακα της μετανεωτερικότητας είναι η ελευθερία και η αυτονομία. Στο πλαίσιο που συνθέτουν, η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προβάλλεται ως η ύψιστη μέριμνα των δυτικών κοινωνιών, καθιερώνεται ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας και της μοναδικότητας σε κάθε επίπεδο, ενώ ενθαρρύνεται ο διάλογος και η έκφραση της διαφορετικής άποψης ή της προσωπικής εκτίμησης πάνω σε κάθε θέμα, όσο "ειδικό" κι αν είναι. Εισερχόμενες στην μετανεωτερική φάση της ιστορίας τους, οι δυτικές κοινωνίες επιχειρούν να οικοδομήσουν μια πολυσυλλεκτική και πολυπολιτισμική ταυτότητα, να είναι κοινωνίες ανοικτές, φιλόξενες και ανεκτικές της ιδιοπροσωπίας του άλλου, του διαφορετικού. Την ίδια στιγμή, παρατηρούνται αντίρροπες τάσεις, εκφραζόμενες κυρίως δια της αναβίωσης του ολισμού, της αδιάπτωτης έφεσης προς ενοποίηση και σύνθεση σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, θρησκευτικό). Ωστόσο, καταβάλλεται προσπάθεια η ενότητα να μην καταλύει την ιδιαιτερότητα, αλλά να την συμπεριλαμβάνει -όχι πλέον οργανικά, όπως παλαιότερα, αλλά κατά το πρότυπο του δικτύου των ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου κάθε μέρος συνδέεται απευθείας με το όλον, διατηρώντας παράλληλα την αυτονομία του. Έτσι, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα στο μέλλον είναι να μπορέσει να συμβιβάσει αυτήν την ενοποιητική της διάθεση με τον σεβασμό της ετερότητας. 

Οι ενδείξεις που έχουμε έως τώρα είναι μάλλον απογοητευτικές· ωστόσο, μέλλει να αποδειχθεί αν το φιλόδοξο μετανεωτερικό πρόταγμα "ενότητα εν τη ποικιλία" θα μπορέσει να καρποφορήσει.

4. Τέταρτο γνώρισμα είναι η έκρηξη της υψηλής τεχνολογίας και οι επιπτώσεις της ιδιαίτερα στο χώρο της ψηφιακής εικόνας και επικοινωνίας. 

Ένας από τους πιο εύστοχους χαρακτηρισμούς της παρούσας μετανεωτερικής περιόδου είναι "εποχή της πληροφορίας"(5). 

Η πληροφορία είναι σήμερα η κινητήρια δύναμη του πολιτισμού, η αιτία των πολέμων του μέλλοντος, όπως υποστηρίζει ο Lyotard(6). 

Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η "εικονική πραγματικότητα" (Virtual Reality)

ξεφεύγει από τα στενά όρια μιας επιμέρους τεχνολογικής πραγμάτωσης και θέτει τους όρους μιας νέας κοσμοθεωρητικής ερμηνείας(7). Συνιστώντας τη μεταμοντέρνα εκδοχή του "τεχνικού πνεύματος"(8), 

ο κυβερνοχώρος (Cyberspace) τείνει να αναδειχθεί σε κυρίαρχη πνευματική και πολιτισμική συνθήκη των δυτικών κοινωνιών. Μέσω των ποικίλων εφαρμογών του, αλλά κυρίως μέσω του διαδικτύου (Internet), μεθοδεύεται η ψηφιακή μεταποίηση της ζωής, η αντικατάσταση των υλικών όρων της ύπαρξης από την άυλη πληροφορία. 

Πρέπει να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό πως όταν μιλάμε για εικονικό (Virtual) δεν αναφερόμαστε στο είδος των προβαλλόμενων από τα Μ.Μ.Ε. εικόνων, αλλά σε μια νέα οντολογική προοπτική, η οποία εισάγει μια δομική αλλαγή στην αντίληψη που έχουμε για το ον, το Είναι, το φαίνεσθαι και την αλήθεια, το πρωτότυπο και το αντίγραφο, την εικόνα και το ομοίωμα(9). 

Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, που ο Guy Debord εύστοχα αποκάλεσε "κοινωνίες του θεάματος"(10), η εικόνα διαμεσολαβεί την πραγματικότητα και ρυθμίζει την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων. 

Το θέαμα διαχέεται μολυσματικά στη μαζική κουλτούρα, προωθώντας την αντικατάσταση τής ζωής από την οπτικοποιημένη προσομοίωσή της(11). 

Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής συνοψίζει ο Jean Baudrillard ως "εξαφάνιση της ιστορίας και του πραγματικού [μέσα] στο τηλεοπτικό"(12). 

Κατά την άποψή μας, η διαδικασία της προσομοίωσης, που λαμβάνει χώρα σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής συνιστά την αιχμή του δόρατος της μετανεωτερικότητας.

5. Πέμπτο γνώρισμα είναι ο καταναλωτισμός, ο συνδεδεμένος με την οικονομία της ελεύθερης αγοράς -δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που το μεταμοντέρνο έχει χαρακτηριστεί ως "η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού"(13). 

Στην κλασική του ανάλυση για τις εκφάνσεις της μετανεωτερικότητας, ο Zygmunt Bauman συμπεραίνει ότι η κατανάλωση είναι "το πνευματικό και ηθικό επίκεντρο της ζωής, ο συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας και η κύρια μέριμνα των διαχειριστών του συστήματος"(14). Αυτό σημαίνει πρώτον, ότι η εμπορευματοποίηση έχει καταντήσει να είναι ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουμε τη ζωή και ανταποκρινόμαστε στις προκλήσεις της· δεύτερον, ότι η αίσθηση της πληρότητας και ευτυχίας που προσπορίζουμε μέσω της κατανάλωσης τείνει να μεταβληθεί σε εσωτερικό κίνητρο των πράξεών μας, χαρίζοντας στην κατανάλωση διαστάσεις εκκοσμικευμένης σωτηριολογίας· τρίτον, ότι η δυνατότητα προς κατανάλωση είναι απαράβατος όρος για την ένταξη του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο, ενώ όποιος δεν έχει την οικονομική ευχέρεια ή τη θέληση να αγοράζει διαρκώς νέα προϊόντα, εξοστρακίζεται αυτομάτως και στιγματίζεται κοινωνικά· τέταρτον, ότι η οικονομική και πολιτική εξουσία, οι βασικοί, δηλαδή, διαχειριστές του συστήματος, υποδαυλίζουν δια της διαφήμισης την καταναλωτική βουλιμία, καθώς μονάχα έτσι διασφαλίζεται η απρόσκοπτη κυκλοφορία των κεφαλαίων στην αγορά. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι, σύμφωνα με τη θεμελιακή αρχή του καταναλωτισμού, όπως την συνοψίζει ο Jean Baudrillard, "δεν καταναλώνουμε ποτέ το αντικείμενο καθαυτό (στην αξία χρήσης του) -χειριζόμαστε πάντα τα αντικείμενα (με την ευρύτερη έννοια) ως σημεία που μάς διακρίνουν είτε εντάσσοντάς μας στην ομάδα μας ως ιδεατή αναφορά είτε διαφοροποιώντας μας από την ομάδα μας με αναφορά σε μιαν ομάδα ανώτερης καταστατικής θέσης"(15). 

Εφόσον, λοιπόν, το όλο σύστημα στηρίζεται ουσιαστικά στην κατανάλωση σημαινόντων γυμνών από σημαινόμενα (δηλαδή χωρίς αναφορικότητα σε κάποια πραγματικότητα, και άρα δίχως νόημα), η καταναλωτική ευμάρεια είναι μυθικής και φαντασιακής τάξεως μέγεθος.

Επιπλέον, η πολυθρύλητη "ελευθερία επιλογής" του σύγχρονου πολίτη-καταναλωτή δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, ουσιαστικά ένας φενακισμός της ύπαρξης που παραπαίει μέσα στον κυκεώνα των σημείων. Τα τεράστια εμπορικά κέντρα των μητροπόλεων του δυτικού κόσμου είναι η μεταμοντέρνα "Γη της Επαγγελίας", είναι οι ιεροί τόποι του ύστερου καπιταλισμού, σύμβολα του "τέλους της ιστορίας" και του τέλους της επιθυμίας μέσα από την φαντασιακή εκπλήρωση κάθε επιθυμίας.

ΤΥΠΟΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Το γενικότερο κλίμα της αμφισβήτηση των παραδεδομένων επεκτείνεται και στο χώρο της θρησκευτικότητας. 

Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού οι θρησκείες είναι πολυδύναμα ιστορικά μορφώματα, που μετεξελίσσονται σε στενή αλληλεπίδραση με το εκάστοτε πολιτισμικό περιβάλλον. 

Καθώς δεν είναι δυνατόν να επεισέλθουμε στο σημείο αυτό σε λεπτομέρειες, μάς ενδιαφέρει περισσότερο να καταγράψουμε τις δυο κυρίαρχες μορφές που λαμβάνει η θρησκεία ενόψει του μεταμοντέρνου(16). 

Η πρώτη συνδέεται με τη λεγόμενη 

"νέα θρησκευτική συνείδηση", ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τον φονταμενταλισμό. 

Ας τις δούμε αναλυτικότερα.

Ως νέα θρησκευτική συνείδηση (new religious consciousness) ορίζεται συνοπτικά το ευρύτατο και πολυεπίπεδο φαινόμενο που συνδέεται με την εμφάνιση πολυάριθμων νέων θρησκευτικών κινημάτων 

(new religious movements) σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως από τα μέσα του 20ού αιώνα και εξής(17). 

Στις δυτικές κοινωνίες, που εν προκειμένω μας ενδιαφέρουν, η επικράτηση μιας νέας πνευματικότητας (new spirituality) συνυφάνθηκε ιστορικά με την κατάρρευση του νεωτερικού μύθου και την έναρξη μιας διαδικασίας "επαναμάγευσης" του κόσμου. 

Η φρίκη των δυο παγκοσμίων πολέμων και η ψυχροπολεμική "ισορροπία του τρόμου" που ακολούθησε, συντέλεσε στην εδραίωση ενός κλίματος απογοήτευσης, σύγχυσης, ανασφάλειας και φόβου, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. 

Η εκκοσμικευμένη Δύση δοκιμάστηκε (και συνεχίζει να δοκιμάζεται), καθώς τα ιδεώδη της -οι μεγάλες αφηγήσεις της νεωτερικότητας, για τις οποίες κάναμε λόγο παραπάνω- διαψεύστηκαν με τον τραγικότερο τρόπο. 

Αναζητώντας επειγόντως νόημα βίου, οι νέοι κυρίως άνθρωποι στράφηκαν προς εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα (οικολογικό, ειρηνιστικό, φεμινιστικό κ.α.). Εγκατέλειψαν τον Χριστιανισμό, αποδοκιμάζοντας τις δογματικές αγκυλώσεις και τις χειραγωγικές διαθέσεις της θεσμοποιημένης Εκκλησίας, αλλά και διότι τον θεωρούσαν, κι όχι άδικα, ως τη θρησκευτική μήτρα της νεωτερικότητας, που τόσα δεινά είχε επισυσσωρεύσει στην ανθρωπότητα. 

Κάθε ιερατική διαμεσολάβηση στη σχέση του ατόμου με τον Θεό καταγγέλθηκε και αναζητήθηκαν δρόμοι άμεσης εμπειρίας του Ιερού. 

Η αναζήτηση αυτή οδήγησε αφενός στην αναβίωση της εσωτεριστικής και αποκρυφιστικής παράδοσης της ίδιας της Δύσης, όσο και στην εισροή ποικίλων μορφών Ανατολικής πνευματικότητας. Με τον καιρό, δίπλα στην τεράστια ελεύθερη αγορά των αγαθών και των υπηρεσιών, αναπτύχθηκε μια εξίσου γιγαντιαία αγορά θρησκευτικών μεθόδων και ιδεών, που απευθύνονται στην καταναλωτική δυνατότητα κάθε υποψήφιου πελάτη.

Η αντικατάσταση του Χριστιανισμού από τη νέα πνευματικότητα, 

υπήρξε κομβικής σημασίας γεγονός, καθώς προσέδωσε νέες ποιότητες στη θρησκευτική εμπειρία του δυτικού ανθρώπου. Η θρησκεία ταυτίστηκε ολοκληρωτικά πλέον με τη μυστική εμπειρία. 

Έχασε την ιστορικότητα και τον κοινωνικό χαρακτήρα της και μεταβλήθηκε σε αυστηρά ιδιωτική υπόθεση. 

Επιπλέον, απέκτησε συγκρητιστικό περιεχόμενο, καθώς ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί πλέον αναφαίρετο δικαίωμά του να επιλέγει κατά βούληση στοιχεία από τις διάφορες πνευματικές παραδόσεις και να τα αναμειγνύει, προκειμένου να δημιουργήσει μια θρησκεία που να "του ταιριάζει". Επιπλέον, αυτού του είδους η θρησκευτικότητα αφομοίωσε εξαρχής τη χρησιμοθηρική νοοτροπία του καπιταλιστικού συστήματος, επιχειρώντας να συνδυάσει τη μεταφυσική της λύτρωσης με καθαρά εγκοσμιοκρατικές επιδιώξεις, όπως απόκτηση ψυχικής ηρεμίας και ισορροπίας, επαγγελματική επιτυχία, προσωπική ευτυχία, κοινωνική καταξίωση και τα παρόμοια.

Συμπερασματικά

λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η νέα θρησκευτικότητα φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του μετανεωτερικού πνεύματος. Αμφισβητεί την αυθεντία των θεσμικών φορέων της πίστης, υπερασπιζόμενη έναν ιδιότυπο "εκδημοκρατισμό" του μυστικού βιώματος. Έχει ατομοκεντρικό και ιδιωτικό προσανατολισμό. Ενθαρρύνει τη σύνθεση και τον πλουραλισμό, προωθώντας ταυτόχρονα ένα ολιστικό και ενοποιητικό όραμα για την ανθρωπότητα. 

Τέλος, επιβάλλει μια εργαλειακή και καταναλωτική αντίληψη της πνευματικότητας. Δεν είναι άξιο απορίας, επομένως, που η νέα θρησκευτική συνείδηση είναι ευρύτατα διαδεδομένη σήμερα στη Δύση, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό (συνειδητά ή ασυναίσθητα) τον τρόπο με τον οποίο θρησκεύεται ο σύγχρονος άνθρωπος -ανεξαρτήτου ομολογιακής ένταξης ή θρησκευτικής παράδοσης.

Αν η νέα πνευματικότητα είναι το μεταφυσικό προϊόν του μεταμοντέρνου πνεύματος, ο φονταμενταλισμός είναι το υποπροϊόν του. Εκφράζει την αντανακλαστική αντίδραση των κοινωνιών μπροστά στις εξελίξεις· αντίδραση που μεθοδεύει μια αναδίπλωση στους άξονες της νεωτερικότητας και της προνεωτερικότητας(18). Στους κόλπους κάθε φονταμενταλιστικού κινήματος καλλιεργείται μια θεολογία του μίσους, η οποία με τη σειρά της πηγάζει από ένα βαθύ αίσθημα φόβου μπροστά στις επερχόμενες αλλαγές. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια ανασύστασης της καταρρέουσας μέσα στην μεταμοντέρνα ασάφεια προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας, οι φονταμενταλιστές όλων των θρησκειών δεν διστάζουν να μετατρέψουν την πίστη σε ιδεολογία, με σαφή εθνικιστικό και ρατσιστικό προσανατολισμό. Εκλαμβάνοντας καθετί το νέο ως απειλή, οι απανταχού ζηλωτές αγκιστρώνονται στο παρελθόν, το οποίο εξιδανικεύουν και ωραιοποιούν συλλήβδην, αποδίδοντάς του μυθικές διαστάσεις. 

Η επιθυμία επανάληψης και αναπαραγωγής των παραδοσιακών θρησκευτικών μορφωμάτων φανερώνει τον ανιστορικό χαρακτήρα του φονταμενταλισμού, και, στην ουσία, διαστρεβλώνει την παράδοση, καθώς προωθεί τη δουλική μίμηση και όχι τη δημιουργική επαναπρόσληψη των στοιχείων της, ώστε ν' αντιμετωπιστούν λυσιτελώς οι προκλήσεις του παρόντος. 

Έτσι, οι περισσότεροι ζηλωτές περιορίζονται σε μανιχαϊστικούς αφορισμούς, καταστροφολογικά κηρύγματα και αφελείς αντιδυτικές κορώνες.

Συμπερασματικά, η συντηρητική και αντιδραστική κατάθεση του φονταμενταλισμού επιχειρεί να εκμεταλλευθεί τον δυναμισμό της πίστης προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες και να διατηρηθούν συσχετισμοί εξουσίας. Το αποτέλεσμα είναι να ταυτίζεται η θρησκεία με την καταπίεση και τον ολοκληρωτισμό. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο φονταμενταλισμός αποτελεί σύμπτωμα της παρούσας πολιτισμικής και πνευματικής κρίσης, όχι μόνο στο βαθμό που εκφράζει μια αναζήτηση βεβαιοτήτων και σημείων αναφοράς μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας και ρευστότητας, αλλά και διότι συμμερίζεται με τον τρόπο του την ανιστορικότητα, την απολυτοποίηση του εαυτού (ατομικού ή συλλογικού δεν έχει σημασία) και την αποσπασματική χρήση της παράδοσης, που χαρακτηρίζουν τη μεταμοντέρνα θρησκευτικότητα.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Καθώς η Νεοελληνική κοινωνία έρχεται όλο και περισσότερο σε επαφή με το μετανεωτερικό πνεύμα, συμπαρασυρόμενη από το ισχυρό ρεύμα της παγκοσμιοποίησης (χωρίς, εντούτοις, να έχει προηγουμένως αφομοιώσει δημιουργικά την ίδια τη νεωτερικότητα -αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία), σημειώνονται ενστικτώδεις αντιδράσεις στο χώρο της θρησκευτικότητας. 

Οι δυο τύποι μεταμοντέρνας θρησκευτικής έκφρασης που είδαμε παραπάνω, τουτέστιν η ατομοκεντρική, ιδιωτική νέα πνευματικότητα και η ιδεολογικοποιημένη, μαζική φανατική θρησκευτικότητα βρίσκουν τα αντίστοιχά τους στους κόλπους τής Ορθοδοξίας. Μια απλή ματιά στην σημερινή κατάσταση αρκεί για να οδηγηθούμε σε κάποια πρώτα συμπεράσματα.

Ένα μεγάλο μέρος του εκκλησιαστικού πληρώματος, άνθρωποι που ζουν κυρίως στα αστικά κέντρα και βρίσκονται υπό την άμεση επίδραση του πνεύματος της εκκοσμίκευσης, δεν διστάζουν να ενδώσουν στη συγκρητιστική τάση του καιρού μας, υποστηρίζοντας ότι η πατρώα πίστη τους είναι συμβατή με αντιλήψεις και πρακτικές του συρμού όπως, για παράδειγμα, η μετενσάρκωση, η αστρολογία, η γιόγκα, το Feng-Sui ή ό,τι άλλο περιέχει το "πανέρι" του New Age. 

Έκαστος μοιάζει να υιοθετεί μια ατομική εκδοχή "Ορθοδοξίας", ανυποψίαστος για το τι πραγματικά σημαίνει να είναι κανείς μέλος του Σώματος του Χριστού. 

Περιττό να σημειώσουμε ότι η ευρύτατα διαδεδομένη αυτή τάση εναρμονίζεται απόλυτα με τη νέα θρησκευτική συνείδηση, που περιγράψαμε παραπάνω, καθώς εξατομικεύει την πίστη και την υποτάσσει στις υποκειμενικές προτιμήσεις και ανάγκες, δίχως καμιά κοινωνική προοπτική.

Μια άλλη μερίδα βαπτισμένων Ορθοδόξων, λιγότερο εκκοσμικευμένη (φαινομενικά τουλάχιστον), δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με οτιδήποτε 

"μη Ορθόδοξο", 

εκκλησιάζεται τακτικά, αρέσκεται να ασχολείται με "πνευματικά" ζητήματα, καταφεύγει στην καθοδήγηση πεφωτισμένων γερόντων και τα παρόμοια. Ωστόσο, και η μερίδα αυτή των ευσεβών παραμένει έκθετη στον ατομικισμό, στο βαθμό που η συμμετοχή στη λατρεία έχει καταντήσει στείρα τυπολατρία, φολκλορικού χαρακτήρα εκδήλωση, ανίκανη να ανακαινίσει το σύνολο του βίου. 

Στο βαθμό που η υπερβολική ενασχόληση με τα πνευματικά συνοδεύεται από παχυλή αδιαφορία για τις υλικές παραμέτρους της ζωής, στο βαθμό που η αναζήτηση πνευματικού υπακούει σε μια ευθυνόφοβη ανάγκη ετεροκαθορισμού. 

Τα πάντα ενδέχεται να κινούνται κι εδώ γύρω από την επιδίωξη της ατομικής ανακούφισης και σωτηρίας· πάλι απουσιάζει η αγωνιώδης μέριμνα για τις ανάγκες του πλησίον. 

Η Εκκλησία εκλαμβάνεται στην περίπτωση αυτή ως ιδιωτικό θεραπευτήριο, όπου μεθοδεύεται η πνευματική αναμόρφωση των ατόμων, ώστε να βρουν μεταφυσική κάλυψη και να ισορροπήσουν την ψυχική φθορά που συνεπάγεται ο σύγχρονος τρόπος ζωής. 

Φαινομενολογικά μιλώντας, η αντίληψη αυτή εντάσσεται επίσης στο ρεύμα της μεταμοντέρνας θρησκευτικότητας, καθώς αντιμετωπίζει την πίστη ως αυστηρά ιδιωτική υπόθεση, ως αναζήτηση τρόπου διαφυγής από τη δυστυχία του πολιτισμού.

Μια τρίτη τάση, διαφορετική αλλά όχι ασύμβατη με τις παραπάνω, είναι εκείνη που αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ως θεσμικό καθίδρυμα, που δικαιούται εξ ορισμού να ασκεί αυξημένη πνευματική και πολιτική εξουσία, υπό την αιγίδα του κράτους. 

Στις χειρότερες, μάλιστα, στιγμές της, η συντηρητική τούτη νοοτροπία διαπλέκεται με έναν ναρκισσιστικό εθνοκεντρισμό και μια ρατσιστικού τύπου ελληνολατρία -δηλαδή, με ιδεολογικές κατασκευές ακραιφνώς νεωτερικές. Επιχειρείται, έτσι ένα αντιστάθμισμα στις ισχυρές τάσεις σχετικοποίησης του έθνους-κράτους και αποδυνάμωσης του θεσμικού ρόλου της θρησκείας, που εισηγείται η παγκοσμιοποίηση. Εντούτοις, οι εξουσιαστικές αξιώσεις που εγείρονται από κύκλους της εκκλησιαστικής διοίκησης με το πρόσχημα της διάσωσης της Ορθόδοξης ιδιοπροσωπίας είναι αποκλειστικά ιδεολογικής υφής και κανένα θεολογικό έρεισμα δεν έχουν. Κατά την άποψή μας, δεν είναι παρά το εγχώριο σύστοιχο της διεθνούς φονταμενταλιστικής αναβίωσης, που καθηλώνει την Εκκλησία σε εγκοσμιοκρατικά σχήματα του παρελθόντος και ακυρώνει τον δυναμισμό της μαρτυρίας της.

Τα παραπάνω αποκαλύπτουν, νομίζουμε, πως η ζωή του Ορθοδόξου πληρώματος έχει επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από το ρεύμα της μεταμοντέρνας θρησκευτικότητας. 

Εντούτοις, η επίδραση αυτή δεν έχει γίνει ακόμα συνειδητή, δεν έχει επαρκώς διαγνωστεί ούτε το εύρος, ούτε η ποιότητά της, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος αλλοίωσης του εκκλησιαστικού φρονήματος.

Τον κίνδυνο αυτό καλείται να υποδείξει η θεολογία, ως έκφραση της κριτικής και προφητικής συνείδησης της Εκκλησίας par excellence. Ωστόσο, μοιάζει να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί σε τούτο το χρέος. 

Πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων διεισδυτικού και τολμηρού θεολογικού λόγου, η τρέχουσα θεολογική παραγωγή περιορίζεται στο να υποβαστάζει με βιβλιογραφικές παραπομπές τις θρησκευτικές τάσεις, που περιγράψαμε παραπάνω. 

Μοιάζει να μην έχει συνειδητοποιήσει το τι συμβαίνει. Ατενίζει αμήχανα τις αλλαγές σε κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, ανίκανη εν πολλοίς να αναλύσει και να αξιολογήσει τις παραμέτρους τους ώστε στη συνέχεια να τοποθετηθεί επί των προκλήσεων. 

Δυσκολεύεται να παρακολουθήσει το εύρος και τις μεταμορφώσεις του μεταμοντέρνου πνεύματος σε φιλοσοφικό, επιστημονικό, τεχνολογικό, θρησκευτικό και κοινωνικό επίπεδο, γι' αυτό και εμμένει πεισματικά στην μηχανική αναπαραγωγή θέσεων παρωχημένων και κοινότοπων. Αυτό εν πολλοίς συμβαίνει διότι έχει προσκολληθεί δουλικά σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Εξαντλείται στην σχολαστική ενασχόληση με το γράμμα των Πατερικών έργων, ενώ τής διαφεύγει το πνεύμα που έκανε αυτά τα έργα μεγάλα και που αν διατηρηθεί ζωντανό μπορεί να δώσει νέες απαντήσεις σε νέα προβλήματα. 

Εμμένει σε μια προσπάθεια θεολογικής δικαίωσης του βυζαντινοκεντρισμού που καταδυναστεύει τις τελευταίες δεκαετίες τον εκκλησιαστικό μας βίο σε κάθε επίπεδο 

(λατρεία, τέχνη, διοίκηση), αντιμετωπίζοντας φετιχιστικά, δηλαδή, ειδωλολατρικά την παράδοση. Επιπλέον, μια μερίδα θεολόγων έχει εσχάτως αναλάβει να υποστηρίξει τις διπλωματικές επιλογές της εκκλησιαστικής διοίκησης. Οι τακτικές αυτές όμως όχι μόνο δεν διευρύνουν αλλά αντιθέτως στενεύουν απελπιστικά τους ορίζοντες της θεολογίας και δεν της επιτρέπουν να αναμετρηθεί με τις προκλήσεις της εποχής. 

Μια τέτοια θεολογία δεν είναι λόγος περί τής αλήθειας τής Εκκλησίας, αλλά αντιδραστική ιδεολογική προπαγάνδα -η οποία, μάλιστα, δεν διστάζει να αυτοσυστήνεται ως αυθεντική ερμηνεία της παράδοσης. Διότι, είναι αλήθεια πως οι σύγχρονοι θεολόγοι ελάχιστα έχουν συνειδητοποιήσει τη χρεοκοπία τους, αλλά συνεχίζουν να βαυκαλίζονται περιβαλλόμενοι από νέφη ψευδαισθήσεων σχετικά με το κύρος και την απήχηση του λόγου τους.

Η πραγματικότητα, φυσικά, είναι ωμή: μη μπορώντας να εκφέρει λόγο σωτηρίας (που σημαίνει λόγο νοήματος) προς τον σύγχρονο άνθρωπο, μη μπορώντας να ανταποκριθεί στις (ευτυχώς υψηλές) απαιτήσεις του, η θεολογία έχει δικαίως περιθωριοποιηθεί, αφήνοντας αδιάφορους ακόμη και τους φοιτητές των θεολογικών σχολών.

Από την άλλη, τα ζητήματα που ανοίγει η μεταμοντέρνα κατάσταση είναι από πολλές απόψεις εντελώς νέα. 

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι θεολόγοι σήμερα δυσκολεύονται να εφαρμόσουν την προσφιλή τους "μέθοδο του copy-paste", όπως την αποκαλώ, δηλαδή της αποδελτίωσης και παράθεσης των σχετικών με το εκάστοτε θέμα Πατερικών χωρίων, δια της οποίας συνήθιζαν να επιλύουν (όπως τουλάχιστον νομίζουν) όποιο πρόβλημα προέκυπτε έως τώρα. Διότι, ποια τσιτάτα να επιστρατεύσει κανείς για να αποτιμήσει θεολογικά ζητήματα όπως η έκρηξη της πληροφορικής, η εικονική πραγματικότητα των ΜΜΕ και του Internet, οι εξελίξεις στο χώρο της βιοτεχνολογίας, ή η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος; Κι όσες αναφορές μπορούν να εντοπιστούν είναι έμμεσες και γενικού χαρακτήρα. Το πράγμα βέβαια είναι απολύτως φυσικό, καθώς τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο μεσαιωνικός άνθρωπος δεν είναι ίδια μ' αυτά που αντιμετωπίζουμε εμείς σήμερα. 

Είναι ευκαιρία, λοιπόν, σήμερα η θεολογία να τολμήσει επιτέλους να στοχαστεί ελεύθερα και με πρωτοτυπία, ώστε να αναδιατυπώσει την αλήθεια του Ευαγγελίου κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών, αποδεικνύοντας ότι έχει αφομοιώσει το Ορθόδοξο φρόνιμα των Πατέρων της και είναι ικανή όχι απλώς να αντιγράφει, αλλά και να δημιουργεί την παράδοση.

Εδώ μπορεί να αντιτείνει κανείς ότι η θεολογική κατάθεση, κυρίως από τη δεκαετία του '60 και εξής, συνιστά μια επιτυχημένη προσπάθεια αναμέτρησης με το μεταμοντέρνο πνεύμα. Πράγματι, αξιόλογες τάσεις όπως η θεολογία του προσώπου, η γνωσιολογική ανάδειξη του αποφατισμού, η επανεύρεση του ησυχαστικού νεύρου της Ορθοδοξίας, η έμφαση στον θεραπευτικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής εμπειρίας και η εσχατολογική και υπαρξιακή ερμηνεία της λατρείας εναρμονίζονται ως ένα βαθμό με το γενικό κλίμα της μεταμοντέρνας πνευματικότητας, όπως το περιγράψαμε στην πρώτη ενότητα. 

Αυτό όμως δεν εγγυάται αυτόχρημα και τη θεολογική τους ποιότητα. Γιατί όπως είδαμε, υπάρχει προοδευτικός και αντιδραστικός μεταμοντερνισμός, τάσεις απελευθέρωσης της συνείδησης και κριτικής αναδιαπραγμάτευσης του υπάρχοντος υπό την προοπτική του μέλλοντος, αλλά και τάσεις ανιστορικές και αντικοινωνικές, που ανακυκλώνουν τη ζωής στα όρια της ατομικότητας και προωθούν την αναπαλαίωση της θρησκευτικής εμπειρίας.

Σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα δικαιούμαστε, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, να υποστηρίξουμε ότι δυστυχώς η ελπιδοφόρα κατά τα άλλα θεολογική αναγέννηση που συντελέστηκε από το '60 και εξής δεν κατόρθωσε να αποφύγει τις παγίδες του μεταμοντέρνου -κι έτσι ως ένα βαθμό η δυναμική της ακυρώθηκε. Βέβαια, πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι για το αποτέλεσμα αυτό δεν ευθύνονται τόσο οι εισηγητές της θεολογίας αυτής, όσο οι περιορισμένης εμβέλειας επίγονοί τους. Καθώς δεν είναι εδώ δυνατή μια εκτεταμένη ανάλυση της παρούσας κατάστασης, θα περιοριστούμε σε μερικές μόνο επισημάνσεις(19).

Τις τελευταίες δεκαετίες η θεολογία του προσώπου είναι η έμμονη ιδέα (obsession) της Ορθόδοξης θεολογίας -κατά τον ίδιο τρόπο που η βυζαντινή χιλιετία είναι η έμμονη ιδέα της εκκλησιαστικής διοίκησης. 

Οι επιμέρους κατηγορίες της (έρωτας, σχέση, κοινωνία προσώπων, υπαρκτική ετερότητα και τα παρόμοια) έχουν μεταβληθεί σε στερεότυπα, τα οποία αναπαράγονται μονότονα στην πλειονότητα των θεολογικών γραπτών, προβαλλόμενα ως θεμελιώδεις άξονες της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Κι αυτό ίσως να μην ήταν επιλήψιμο, εάν οι παραπάνω κατηγορίες δεν κατανοούνταν σε μεγάλο βαθμό ανιστορικά και ουσιοκρατικά, αν δεν είχαν απογυμνωθεί από την εσχατολογική δυναμική τους και δεν είχαν καταλήξει ψηφίδες διαμόρφωσης μιας κλειστής ανθρωπολογίας. Ενδεικτικό της κατάστασης αυτής είναι το αντιφατικό φαινόμενο, η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία που τόσο φλυαρεί περί προσώπου, να στέκεται βουβή μπροστά στα μείζονα κοινωνικά προβλήματα του καιρού μας, να παραμένει απαθής μπροστά στην οδύνη και στα δεινά των αδελφών μας και μάλιστα των ελαχίστων. Ερμηνευμένη με τρόπο άχρονο και στατικό, η θεολογία του προσώπου κινδυνεύει, λοιπόν, να μεταβληθεί σε πλαδαρή ερωτολογία για κατηχητόπουλα, δικαιώνοντας μεταφυσικά την ελιτίστικη αυταρέσκεια και τον ατομικισμό που ενδημούν στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα.

Ο αποφατισμός, πάλι, αντί να αναδειχθεί σε γνωσιολογικό θεμέλιο μιας αυτοκριτικής λειτουργίας στο εσωτερικό του εκκλησιαστικού σώματος (άρση των βεβαιοτήτων, αντίσταση στη ροπή προς εκκοσμίκευση, προάσπιση της ανοιχτότητας και της ανεκτικότητας) αξιοποιήθηκε ως άλλοθι του ανορθολογισμού και της γνωσιομαχίας που μαστίζει τη σύγχρονη θεολογία. Γιατί κατά τα άλλα το αποφατικό νεύρο της Ορθοδοξίας παραμένει ανενεργό. Επικρατεί παντού ένα κλίμα απόλυτης αυτάρκειας και δαιμονικής αυτοδυναμίας αναφορικά με την κατοχή της αλήθειας και τη διαχείριση της αυθεντίας -γι' αυτό κι απουσιάζει ο ειλικρινής διάλογος με ότι δεν είναι (ακόμη) Εκκλησία. 

Ο αποφατισμός κατανοείται πρωτίστως ουσιοκρατικά, ως αντανάκλαση του οντολογικού ελλείμματος μεταξύ κτιστού-Ακτίστου στο χώρο της γνωσιολογίας και όχι εσχατολογικά, ως υπεράσπιση του αναφαίρετου δικαιώματος του Κυρίου να αποκαλύψει τη δόξα του προσώπου του με πληρότητα στο μέλλον. Όμως ο αποφατισμός δεν είναι ένα δόγμα ανάμεσα στα άλλα (τι αντίφαση!)· είναι ο ορθός τρόπος προσέγγισης όλων των δογμάτων, που προστατεύει την Εκκλησία από τον δογματισμό. Εκφράζει το ταπεινό φρόνημα των μελών της Εκκλησίας καθώς πορεύονται προς τα Έσχατα, τη διαρκή διάθεσή τους για μετάνοια και αυτοκριτική ενόψει του ερχομού της Βασιλείας του Τριαδικού Θεού (20).

Ο ησυχασμός, με τη σειρά του, προβάλλεται από τη σύγχρονη θεολογία κατά τρόπο που μάλλον απεργάζεται τον εφησυχασμό των πιστών, απογυμνωμένος από το κυριότερο γνώρισμά του, την εσχατολογική ένταση και εγρήγορση. 

Η νηπτική παράδοση της Ανατολής κατανοείται με νεοπλατωνικές προϋποθέσεις, γεγονός που έχει εδραιώσει ένα κλίμα νοσηρής μυστικοπάθειας και ανιστορικού εσωτερισμού στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Αναπτύχθηκε, στο πλαίσιο αυτό, μια θεολογία (ή μήπως τεχνολογία;) της θέωσης, η οποία καθηλώνει τον άνθρωπο σε μια σχεδόν αυτιστική ενασχόληση με τον εαυτό του, υπό το πρόσχημα της αυτοκάθαρσης και του αγιασμού. Χαμένη μέσα σε παραληρήματα περί φωταψιών, εκστατικών βιωμάτων και οραμάτων, αυτού του είδους η θε(ωση)ολογία μοιάζει να λησμονεί πως το μέτρο της πνευματικής τελείωσης του πιστού είναι πάντοτε το μέτρο της αγάπης που δείχνει προς τον αδελφό του. Όμως, "των δε φθασάντων την τελειότητα τούτο έστι το τεκμήριον. 

Εάν καθ' ημέραν δεκάκις εις καύσιν παραδοθώσιν υπέρ της αγάπης των ανθρώπων, ου κορέννυνται εκ τούτου", υπενθυμίζει ο Ισαάκ ο Σύρος.

μεσα συνδεδεμένος με την αναβίωση του μυστικισμού, ο θεραπευτισμός που έχει εσχάτως ενσκήψει στους χώρους της ποιμαντικής κυρίως θεολογίας, έχει αναλάβει να συνεχίσει το έργο του οργανωσιακού ηθικισμού, με διαφορετικό, πιο "μοντέρνο" και "εναλλακτικό" αυτή τη φορά, προσωπείο. Αναπαράγοντας σε άλλο επίπεδο τα ενοχικά σύνδρομα και την πουριτανική νοοτροπία του προτεσταντίζοντος προκατόχου του, ο σύγχρονος Ορθόδοξος θεραπευτισμός λειτουργεί ως εργαστήρι παραγωγής υποταγμένων συνειδήσεων, καθώς υπόσχεται μεν να ανακουφίσει τον άνθρωπο από την ψυχική και πνευματική φθορά που του προκαλεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής, αφήνοντας ταυτόχρονα στο απυρόβλητο το απάνθρωπο σύστημα που τον καταπιέζει και τον αλλοτριώνει. Στο βαθμό, επομένως, που απουσιάζει κάθε διάθεση ουσιαστικής κοινωνικής κριτικής και παρέμβασης, ο υπερτονισμός του θεραπευτικού χαρακτήρα της Εκκλησίας δεν έχει άλλο ρόλο παρά να στηρίζει την κρατούσα τάξη πραγμάτων, αναλαμβάνοντας την περίθαλψη και τον σωφρονισμό των θυμάτων της. Εξατομικεύοντας πλήρως την ελπίδα για λύτρωση από τη δυστυχία του πολιτισμού, η μεταμοντέρνα θεραπευτική θεολογία συμβάλει στην άμβλυνση του προφητικού και ανατρεπτικού φρονήματος της Εκκλησίας, μεταβαλλόμενη για το λόγο αυτό σε αιχμή του δόρατος της συντήρησης και του κομφορμισμού.

Τέλος, η ελπιδοφόρα εσχατολογική διαπραγμάτευση της λατρείας, παρά τη θεολογική της πληρότητα και τη φιλοσοφική της διεισδυτικότητα, δεν κατόρθωσε να διαγνώσει την ολική έκλειψη του κοινωνικού που έχει ήδη συντελεστεί στις μετανεωτερικές κοινωνίες. 

Έτσι βρέθηκε να εκπροσωπεί έναν τυπολατρικό λειτουργισμό και έναν φαντασιακό κοινοτισμό, ο οποίος μεταθέτει και απωθεί το απολεσθέν κοινωνικό σε ένα μυστηριακό και ιδεαλιστικό επίπεδο. Όλη η εσχατολογική δυναμική της ευχαριστιακής σύναξης μοιάζει να εξαντλείται στην κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, αφήνοντας ανεπηρέαστες τις υπόλοιπες εκδηλώσεις του βίου των ενοριτών. 

Από τη στιγμή, όμως, που συμβαίνει αυτό, ανοίγεται διάπλατα ο δρόμος για την καθολική ταύτιση της Εκκλησίας με τη Βασιλεία του Θεού...

Η κακοδαιμονία της Ορθόδοξης θεολογίας σήμερα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι ελάχιστη επαφή έχει με το πνεύμα της εποχής μας. 

Αποτολμώντας έναν γενικό χαρακτηρισμό, θα λέγαμε ότι διέπεται στο σύνολό της από έναν "αποκαταστασιακό ρομαντισμό", όπως τον ορίζει ο Michael Lovy στην τυπολογία του (21), δηλαδή, από μια νοσταλγική διάθεση επιστροφής σε ένα προ-νεωτερικό (βυζαντινό ως επί το πλείστον) παρελθόν. 

Είναι μια θεολογία των κειμένων και όχι της ζωής, που παλεύει ασθμαίνοντας να καλύψει την ανεπάρκειά της, οικειοποιούμενη τα επιτεύγματα του παρελθόντος και προβάλλοντάς τα ως δικά της. Στεγνή από έμπνευση και πρωτοτυπία, με μηδαμινή κοινωνική απήχηση και ανίκανη να πείσει ακόμη και την ακαδημαϊκή κοινότητα ή τους ανθρώπους των πνεύματος για τη σοβαρότητά της, η θεολογία μαστίζεται από μια πρωτοφανή κρίση ταυτότητας, τη μεγαλύτερη που έχει γνωρίσει από ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα θεολογία ενόψει της μεταμοντέρνας κατάστασης

Μια θεολογία αυτοκριτική, ευρύχωρη, συζητήσιμη και ανεκτική, με υψηλό βαθμό προφητικής τοξικότητας, διαβρωτική των κάθε λογής ειδώλων -εντός ή εκτός της Εκκλησίας. 

Οι άξονες μιας τέτοιας θεολογίας υπάρχουν ήδη στην παράδοσή μας. 

Ο πρώτος είναι η εσχατολογική συνείδηση, η οποία συνδέεται με την διαλεκτική πρόσληψη της Ιστορίας υπό την ανακαινιστική προοπτική της Βασιλείας του Τριαδικού Θεού. 

Ο δεύτερος είναι η κοινωνική παρέμβαση στο πλευρό των πασχόντων, των αδικημένων και των ηττημένων. 

Ο τρίτος, τέλος, άξονας είναι η οικουμενικότητα, ως ορίζοντας της εκκλησιαστικής μέριμνας και προοπτικής. 

Όλες οι επιμέρους τάσεις που, όπως είδαμε παραπάνω, έχει αναδείξει η σύγχρονη θεολογική έρευνα πρέπει, κατά την άποψή μας, να ενταχθούν και να επανερμηνευθούν στο πλαίσιο που ορίζουν οι τρεις αυτοί άξονες. Θα αξιοποιηθούν με τον τρόπο αυτό οι γόνιμες αφορμές που αναμφισβήτητα παρέχουν, ενώ ταυτόχρονα θα απαλειφθούν τα αντιδραστικά ή αναχρονιστικά στοιχεία τους, ώστε η Ορθόδοξη θεολογία να κατορθώσει να αποφύγει τις παγίδες τόσο της νέας πνευματικότητας όσο και του φονταμενταλισμού, σχοινοβατώντας με επιτυχία ανάμεσα στο προνεωτερικό παρελθόν, στο νεωτερικό παρόν και στο μετανεωτερικό της μέλλον.










Αναφορές
1. Συστηματικότεροι εκφραστές του μεταμοντέρνου στο χώρο της φιλοσοφίας θεωρούνται ο Francois Lyotard, ο Jacques Derrida και ο Jean Baudrillard, οι οποίοι επηρεάστηκαν άμεσα από τις αναλύσεις στοχαστών όπως ο Michel Foucault, ο Roland Barthes, ο Claude Levi Strauss και ο Jacques Lacan, (για να σημειώσουμε μερικούς μόνο κορυφαίους). Ο Jurgen Habermas, από την πλευρά του, εντοπίζει τις ρίζες της μεταμοντέρνας κριτικής στον Nietzsche. Για τη μεταμοντέρνα φιλοσοφία βλ. εισαγωγικά, STUART SIM, Postmodernism and Philosophy, στο STUART SIM (ed.), Postmodernism, London - New York, ROUTLEDGE, 2001, 3-14
2. Βλ. ANTHONY GIDDENS, Οι Συνέπειες της Νεοτερικότητας, μτφρ. Γιώργος Μερτίκας, ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα 2001, 64-74, 168-174, 181-182
3. Λογικώς αστήρικτες, διότι, κατά τον Habermas, κάθε θεωρία που φιλοδοξεί να περιγράψει την κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να αρθρώνεται με λογικά επιχειρήματα και συνεπώς όταν η μετανεωτερική κατάθεση αμφισβητεί το κύρος του ορθολογισμού στην ουσία αυτοαναιρείται ως παράλογη και αναληθής. "Νέο-συντηρητικούς" χαρακτηρίζει ο Habermas τους Γάλλους φιλοσόφους του μεταμοντέρνου (Lyotard, Derrida, Baudrillard, Foucault) επειδή θεωρεί ότι με την επίθεση που εξαπολύουν ενάντια σε ιδέες και αξίες, που κατά τη γνώμη του, έχουν καθολικό (σχεδόν μεταφυσικό) κύρος και επαναστατική ποιότητα, προδίδουν την ελπίδα για κοινωνική απελευθέρωση μέσω της πολιτικής πράξης. Από την άλλη, οι Γάλλοι στοχαστές διακρίνουν στον κοινωνικό ιδεαλισμό του Habermas σπέρματα ολοκληρωτισμού και για το λόγο αυτό προτιμούν την ανάλυση και την αποδόμηση (deconstruction) ως εργαλεία σκέψης, από τη συνθετική και κανονιστική μεθοδολογία του Habermas. Για τις θέσεις του γερμανού φιλοσόφου σχετικά με το μεταμοντέρνο βλ. JURGEN HABERMAS, Ο Φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου - Αναστασία Καραστάθη, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα 1993
4. Βλ. JEAN FRANCOIS LYOTARD, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, ΓΝΩΣΗ, Αθήνα 19932, καθώς και την κλασική ανάλυση του DANIEL BELL, The End of Ideology, PENGUIN HARMONDSWORTH, 1962 Οι μεγάλες αφηγήσεις ή "μετα-αφηγήσεις" (metanarratives) βρίσκονται στη βάση όλων των εκφάνσεων του νεωτερικού πνεύματος, όπως η δημοκρατία, το φυσικό δίκαιο, η εκκοσμίκευση της κοινωνίας, η πολιτική οικονομία, ο εξορθολογισμός του κράτους και της καθημερινής ζωής, η αυτονόμηση της επιστήμης από την τέχνη και την ηθική, καθώς και οι διάφορες μορφές της ιδεολογίας (σοσιαλισμός, φιλελευθερισμός).
5. Βλ. MANUEL CASTELLS, The Information Age (three volumes 1996, 1997, 1998) Oxford and Malden, BLACKWELL
6. Βλ. JEAN FRANCOIS LYOTARD, ό.π. 29-37
7. Βλ. εισαγωγικά MICHAEL HEIM, The Metaphysics of Virtual Reality, OXFORD UNIVERSITY PRESS, 1993, PIERRE LEVY, Δυνητική Πραγματικότητα, Η Φιλοσοφία του Πολιτισμού και του Κυβερνοχώρου, μτφρ. Μιχάλης Κραχάλιος, ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα 1999, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Cyberculture, trans. Robert Bononno, UNIVERSITY OF MINNESOTA PRESS, Mineapolis - London, 2001
8. Βλ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Η Καταγωγή του Τεχνικού Πνεύματος, Αθήνα 1965, 15εξ.
9. Περισσότερα για την προβληματική αυτή βλ. στο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗΣ, Η Αναστήλωση των Ειδώλων, Εικονική Πραγματικότητα και Ορθόδοξη Εικονογραφία, περ. ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ /ΙΕΡΑ-ΒΕΒΗΛΑ, τ.1, 113-122
10. Βλ. GUY DEBORD, Η Κοινωνία του Θεάματος, μτφρ. Πάνος Τσαχαγέας - Νίκος Αλεξίου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, Αθήνα 1986
11. Για την έννοια της προσομοίωσης και την κοινωνική σημασία της βλ. εισαγωγικά SEAN CUBITT, Simulation and Social Theory, SAGE PUBL. London, 2001
12. Βλ. JEAN BAUDRILLARD, Αμερική, απόδοση Ν.Χρηστάκης, FUTURA, Αθήνα 2000, 153
13. Πρβλ. FREDERIC JAMESON, Postmodernism, or, The Cultural Logic of Late Capitalism, Durham NC, DUKE UNIVERSITY PRESS, 1991
14. Βλ. ZYGMUNT BAUMAN, Intimations of Postmodernity, London, ROUTLEDGE, 1992, 49
15. Βλ. JEAN BAUDRILLARD, Η Καταναλωτική Κοινωνία, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, ΝΗΣΙΔΕΣ, Αθήνα 2000, 60-61
16. Για τη μορφή που προσλαμβάνει σήμερα η θρησκευτική εμπειρία στις δυτικές κοινωνίες εν όψει του μεταμοντέρνου, βλ. DAVID LYON, Jesus in Disneyland, Religion in Postmodern Times, POLITY PRESS, 2001
17. Εισαγωγικά για το φαινόμενο βλ. C.GLOCK and R.BELLAH (ed), The New Religious Consciousness, University of California Press, 1976, Β.WILSON and J.CRESSWELL (ed.), New Religious Movements, Challenge and Response, London&New York, Routledge, 1999, ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ, Οι Νέες Θρησκείες, Ιστορική Επισκόπηση και Συστηματική Θεώρηση, στον τόμο Δοκίμια Ιστορίας των Θρησκειών, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 1994, 143-179, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗΣ, Ο Ανακυκλωμένος Εαυτός, Η Αγιότητα στη Νέα Εποχή, στο συλλογικό τόμο Αγιότητα, Ένα Λησμονησμένο Όραμα, ΑΚΡΙΤΑΣ, Αθήνα 2001, 191-206





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου