Ψαλμός 41
2 Ον τροπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων,
οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός.
Το ελάφι είναι διψασμένο για δύο λόγους.
Είτε διότι τρέχει πολύ και διψάει, είτε διότι τα φίδια που ξετρυπώνει από τις φωλιές τους, τα τρώει και αυτά του ανάβουν την δίψα για νερό. Η λύση για να ξεδιψάσει είναι να τρέξει σε κάποια πηγή και κορέσει την δίψα του.
Έτσι, λέει ο ψαλμωδός, δίψασε και η ψυχή του για τον Θεό, για να έρθει στον ναό και να τον λατρέψει.
Επαναλαμβάνει το ίδιο το ρήμα ποθώ, που δηλώνει έντονη επιθυμία και μάλιστα με επίταση όπως δηλώνει και η πρόθεση επί.
Η δίψα είναι μια οργανική ανάγκη και ως τέτοια ανάγκη την παρομοιάζει ο ψαλμωδός.
Όταν η δίψα για τον Θεό της δικαιοσύνης είναι έντονη, τότε σίγουρα θα οδηγήσει κοντά Του. Εξάλλου αυτό τονίζει και ο Χριστός στην Επί του Όρους ομιλία :
μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται
Μόνο μια τέτοια πείνα και μια τέτοια δίψα οδηγεί στον Θεό.
Μεταφορικά τώρα ελάφι είναι η διψασμένη ψυχή, που έχει διακαή πόθο να βρεθεί στον άγιο ναό του Θεού και να συνομιλήσει μαζί του.
Πηγές υδάτων είναι όλες οι εκκλησιές διάσπαρτες σ όλη τη γη κι οι άνθρωποι πάνε να ξεδιψάσουν . Έτσι θα καταλάβει και θα νιώσει τον Θεό κοντά του και έτσι θα ησυχάσει. Ο Χριστός απεκάλυψε στην Σαμαρείτισσα ότι ο ίδιος είναι
το Ύδωρ το ζων, το αλώμενον προς ζωήν την αιώνιον
3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;
4 ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;
5 ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος.
6 ἱνα τί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνα τί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου.
7 πρὸς ἐμαυτὸν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη· διὰ τοῦτο μνησθήσομαί σου ἐκ γῆς ᾿Ιορδάνου καὶ ᾿Ερμωνιείμ, ἀπὸ ὄρους μικροῦ.
8 ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταῤῥακτῶν σου, πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον.
9 ἡμέρας ἐντελεῖται Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ παρ᾿ ἐμοί, προσευχὴ τῷ Θεῷ τῆς ζωῆς μου.
10 ἐρῶ τῷ Θεῷ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ· διατί μου ἐπελάθου; καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου;
11 ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;
12 ἱνα τί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου