Συνολικές προβολές σελίδας

94251

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Επιζωντας απ την θανατικη εκτελεση

 

Ο Τόμας Κριτς με τη σύζυγό του Λιάν



Ο 73χρονος Τόμας Κριτς επέζησε της εκτέλεσής του, αφού οι γιατροί προσπαθούσαν για σχεδόν μία ώρα να του χορηγήσουν ένα θανατηφόρο φάρμακο στις φλέβες του στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Άινταχο.

Ένας μελλοθανάτικος που επέζησε της θανατηφόρας ένεσης περιέγραψε  την αποτυχημένη εκτέλεση.

Ο δολοφόνος Τόμας Κριτς, 73 ετών, έχει περάσει πέντε δεκαετίες στην πτέρυγα των μελλοθανάτων στο Άινταχο. Καταδικάστηκε για δύο φόνους το 1974 και έναν τρίτο για τη δολοφονία ενός συγκρατούμενού του το 1981.

Οι αρχές επιχείρησαν να τον εκτελέσουν τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Άινταχο, έξω από το Μπόιζι. 

Οι επαγγελματίες υγείας δυσκολεύτηκαν πολύ, αποτυγχάνοντας πρώτα να εντοπίσουν μια φλέβα στα χέρια του, στη συνέχεια να την μετακινήσουν στα χέρια του και τελικά στα πόδια του - χωρίς καμία να δώσει μια αποτελεσματική οδό για θανατηφόρο φάρμακο. 

Τελικά, καθώς οι παρευρισκόμενοι ανέπνευσαν από κόπωση και απελπισία, η διαδικασία έληξε.

Ο Κριτς είδε τον θάνατο να πλησιάζει με κάθε τσίμπημα βελόνας. Αναπολώντας εκείνες τις γεμάτες τρόμο στιγμές σε μια συνομιλία του με τους New York Times, αποκάλυψε: «Οι χειρότερες ήταν όταν έφτασαν μέχρι τους αστραγάλους μου. Σκεφτόμουν όλη την ώρα ότι αυτό ήταν πραγματικά. Είμαι νεκρός. 

Αυτή είναι η μέρα μου να πεθάνω», σύμφωνα με την Mirror .



Ο 73χρονος Τόμας Κριτς μίλησε για την αποτυχημένη απόπειρα εκτέλεσής του σε φυλακή του Άινταχο.



Ο Κριτς μοιράστηκε τις τρομακτικές στιγμές που βίωσε, οι οποίες προκλήθηκαν από τα επαναλαμβανόμενα τσιμπήματα με βελόνες που κάθε φορά τον έφερναν πιο κοντά στον θάνατο. 

Ο πόνος κλιμακωνόταν με κάθε ένεση, αλλά η παρουσία της γυναίκας του κοντά ήταν αυτή που τον ενίσχυσε κατά τη διάρκεια αυτής της αγχωτικής περιόδου.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, τουλάχιστον εννέα εκτελέσεις σε πέντε πολιτείες των ΗΠΑ έχουν αποτύχει, συχνά λόγω του ότι οι ομάδες εκτέλεσης δυσκολεύονται να βρουν φλέβα, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφοριών για τη Θανατική Ποινή. Σε μια ανατριχιαστική υπόθεση, οι αξιωματούχοι κατέφυγαν στο να κόψουν το χέρι ενός κρατουμένου για να χορηγήσουν τη θανατηφόρα ένεση, ενώ άλλες εκτελέσεις σταμάτησαν εντελώς.

Ο Κριτς πέρασε χρόνια στην πτέρυγα των μελλοθανάτων, όπου ερωτεύτηκε τη Λιάν Κριτς, τη μητέρα ενός σωφρονιστικού καταστήματος. Συνδέθηκαν αφότου ο δεσμοφύλακας πρότεινε στον Κριτς να της γράψει, κάτι που οδήγησε στον γάμο τους το 1998.

Πριν από την προγραμματισμένη εκτέλεσή του, ο Κριτς απόλαυσε ένα τελευταίο γεύμα με κοτόπουλο, πουρέ πατάτας και σάλτσα από την κουζίνα της φυλακής.

 Στη συνέχεια, αφιέρωσε χρόνο αποχαιρετώντας τους δικηγόρους του, τη σύζυγό του και τον θετό γιο του.

Το πρωί της προγραμματισμένης εκτέλεσης, προσευχήθηκε προτού ασφαλιστεί σε ένα σανίδι στο κελί του και μεταφερθεί στον θάλαμο εκτέλεσης. Η νομική ομάδα του Creech ανέφερε ότι το προσωπικό της εκτέλεσης αντιμετώπισε δυσκολίες για περίπου 42 λεπτά προσπαθώντας να δημιουργήσει μια ενδοφλέβια γραμμή πριν ακυρώσει τη διαδικασία.

Ο διευθυντής του σωφρονιστικού συστήματος του Άινταχο, Τζος Τιούολτ, επιβεβαίωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ότι ήταν η σωστή απόφαση να σταματήσει η εκτέλεση.

Ο Tewalt δήλωσε: «Εμείς, από την αρχή, προσπαθούμε να είμαστε πολύ ειλικρινείς και ειλικρινείς ότι δεν πρόκειται για μια διαδικασία που θα πρέπει να γίνει με οποιοδήποτε κόστος. Ο πρώτος μας στόχος είναι να την πραγματοποιήσουμε με αξιοπρέπεια, επαγγελματισμό και σεβασμό. Και μέρος αυτού ήταν η εκπαίδευση και η εξάσκηση για την πιθανότητα να μην μπορέσουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ορό».

Ο Κριτς και οι δικηγόροι του παραμένουν άγνωστοι για την ταυτότητα της τριμελούς ομάδας εκτέλεσης, καθώς οι πληροφορίες αυτές παραμένουν εμπιστευτικές από τις σωφρονιστικές αρχές. Η Ντέμπορα Τσούμπα, μία από τους δικηγόρους του Κριτς, περιέγραψε τους δήμιους ως τρεις άνδρες ντυμένους με μπλε στολές, με τα πρόσωπά τους καλυμμένα από λευκές κουκούλες και γυαλιά.

Αναλογιζόμενη το τραυματικό γεγονός που είδε, η κα Czuba σχολίασε ότι το να βλέπει την αποτυχημένη εκτέλεση του πελάτη της ήταν πρωτοφανές για εκείνη. Εξέφρασε: «Δεν νομίζω ότι είναι κάτι που ξεπερνάς. Νομίζω ότι είναι τόσο ουλές, από άποψη ψυχικής υγείας. Απλώς καταστρέφει πραγματικά ένα άτομο με έναν τρόπο από τον οποίο δεν μπορεί να ανακάμψει».

Αυτό που στοιχειώνει περισσότερο τον Κριτς είναι η ανάμνηση της έκφρασης της γυναίκας του κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας. Ο ίδιος αφηγήθηκε: «Αυτή η έκφραση στο πρόσωπό της μου ράγισε την καρδιά».

Ακόμα παλεύοντας με την εμπειρία, ο Κριτς εξέφρασε τη βαθιά υπαρξιακή του σύγχυση: «Σκέφτηκα ότι ίσως να βρίσκομαι ήδη στη μετά θάνατον ζωή. Ακόμα και τώρα, σήμερα, σταματάω και πρέπει να πιάσω τον εαυτό μου και να σκεφτώ: "Είμαι πραγματικά νεκρός; Υποτίθεται ότι θα ήμουν νεκρός στις 28 Φεβρουαρίου. Είμαι πραγματικά νεκρός, και αυτό είναι μέρος της μετά θάνατον ζωής; Συνεχιζόμενη τιμωρία για τις αμαρτίες μου που έχω διαπράξει;"»

Σε μια προσπάθεια να σώσουν τον Κριτς από μια ακόμη απόπειρα εκτέλεσης, οι δικηγόροι του ζήτησαν από έναν δικαστή να ανατρέψει την θανατική του ποινή, υποστηρίζοντας ότι μια δεύτερη απόπειρα δεν θα ήταν μόνο «σκληρή και ασυνήθιστη», αλλά θα ισοδυναμούσε και με διπλή ποινή φυλάκισης, κάτι που είναι αντισυνταγματικό.

Οι ομολογίες του Creech σχετικά με το εγκληματικό του παρελθόν έχουν κλονιστεί με την πάροδο του χρόνου. Ως ένας από τους μακροβιότερους κρατούμενους στην πτέρυγα των μελλοθανάτων, κάποτε ισχυρίστηκε ενόρκως ότι σκότωσε έως και 42 άτομα, αποδίδοντας ορισμένους από αυτούς τους θανάτους στη συμμετοχή του σε μια συμμορία μοτοσικλετιστών και μια σατανική αίρεση.

Ωστόσο, ο Creech αργότερα ανακάλεσε αυτές τις δηλώσεις, κατηγορώντας έναν δικηγόρο που «επιδιώκει τη φήμη» ότι τον επηρέασε. Σε μια πιο πρόσφατη συνέντευξη, ο Creech αναθεώρησε την αφήγησή του, υποστηρίζοντας ότι είναι υπεύθυνος για τους θανάτους επτά ατόμων, αποδίδοντας αυτές τις πράξεις στον εθισμό του στα ναρκωτικά και ισχυριζόμενος ότι τα θύματά του είχαν συμμετάσχει στον ομαδικό βιασμό της πλέον εκλιπούσας πρώην συζύγου του, η οποία αυτοκτόνησε.

Ο Κριτς καταδικάστηκε σε θάνατο για τη βάναυση δολοφονία του συγκρατούμενός του Ντέιβιντ Τζένσεν το 1981. Στη φετινή συνεδρίαση της Επιτροπής Χάριτος και Απαλλαγής υπό Όρους του Άινταχο, η οικογένεια του Τζένσεν μίλησε για τον διαρκή πόνο που προκλήθηκε από τη δολοφονία του και ζήτησε από την επιτροπή να διατηρήσει τη θανατική ποινή του Κριτς, κάτι που στη συνέχεια έγινε.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Η Α ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ

 








Ἡ Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τήν πασχάλια αὐτήν περίοδο, πορευόμενοι πρὸς τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι θαυμαστή καί δικαίως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καθόρισε νά τήν ἑορτάση μεγαλοπρεπῶς. 

Αὐτό γίνεται μέ Συνοδική θεία Λειτουργία, μέ ὕμνους καί λόγους θεοπρεπεῖς, μέ σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μέ ἐκδηλώσεις πού ἁρμόζουν στήν μεγάλη αὐτήν ἑορτή, μέ τήν συμπλήρωση 1.700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ὀνομάστηκε «Ἁγία» καί «Μεγάλη» καί ἔγινε τό πρότυπο τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀκολούθησαν, στίς ὁποῖες ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι δώσαμε ὁμολογία ὅτι θά τίς τηρήσουμε τίς ἀποφάσεις τους.

Remaining Time 0:00
 

Μέσα στό πλαίσιο αὐτό ἐντάσσεται καί ἡ παροῦσα σύντομη εὐχαριστιακή ὁμιλία, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

1. Ἡ σημασία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας «εἰς τά Βασίλεια», καί μάλιστα στήν Μεγάλη αἴθουσα τοῦ παλατίου τῆς Νικαίας. Ἡ ἔναρξή της ἔγινε τήν 20 Μαΐου τοῦ 325 προκαταρκτικῶς, καί ἔπειτα ἐπισήμως μέ τήν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τήν 14 Ἰουνίου καί ἔληξε τήν 25 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 325, δηλαδή διήρκεσε περίπου δύο μῆνες.

Παρόντες ἦταν 318 Πατέρες, σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πού ἦταν παρών ὡς νεαρός διάκονος, συνοδεύοντας τόν Γέροντά του Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο. Γράφει: «Διά τοῦτο γάρ καί οἰκουμενική γέγονεν ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος, τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ συνελθόντων ἐπισκόπων» (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 10, ΕΠΕ, σελ. 122). Καί ἀλλοῦ γράφει: «Ἦσαν δέ πλέον ἤ ἔλαττον τριακόσιοι» Ἐπίσκοποι

(Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 9, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 32).


Πρόεδροι τῆς Συνόδου διετέλεσαν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ἴσως καί ὁ Κορδούης Ὅσιος, πού ἀποτελοῦσαν ἕνα εἶδος προεδρείου μέ κύριον Πρόεδρο τόν Μέγα Κωνσταντῖνο.

 (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 115)

Τό ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν θεόπνευστο καί κινήθηκε σέ δύο περιοχές.

Πρῶτον, στό θεολογικό μέρος (οἱ ὅροι), ὅπως φαίνεται στά πρῶτα ἄρθρα τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως». Στήν ἀρχή τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀρνεῖται τόν γνωστικισμό, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό ἕναν κατώτερο Θεό, τόν Λόγο, γι’ αὐτό ἐξηγοῦσε τό κακό πού ὑπάρχει σέ αὐτόν. Στήν συνέχεια κατεδικάζει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, διδάσκοντας ὅτι ὁ Υἱός εἶναι τό πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, ὅτι εἶναι «ἑτερούσιος» ἀπό τόν Πατέρα, ὅτι εἶναι «τρεπτός» καί ἀγνοεῖ τόν Πατέρα καί ὅτι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «δεύτερη δημιουργημένη δύναμη καί τό πρῶτο διά τοῦ Υἱοῦ κτίσμα» (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, ἐν Ἀθήναις, 1960, σελ. 53-56).

Δεύτερον ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν τό κανονικό, μέ τό ὁποῖο ρυθμίστηκαν τά σχετικά μέ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ μέ τήν θεολογική ἀπόφαση ἐτέθησαν τά ὅρια μεταξύ ὀρθοδόξου πίστεως καί αἱρέσεως, μέ τούς κανόνες ρυθμίστηκαν διάφορα ζητήματα πού καθορίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξέδωσε εἴκοσι (20) ἱερούς κανόνες πού ρυθμίζουν κανονικά ζητήματα, ὅπως ἡ εἰσαγωγή τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συστήματος στήν Ἐκκλησία, τό πότε συγκαλοῦνται οἱ ἐπαρχιακές Σύνοδοι, γιά τήν χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων, γιά τούς καθαρούς καί Παυλικιανούς, τούς παραπεπτωκότας, γιά τούς ἀκοινωνήτους, γιά τό «μή κλίνειν γόνυ τῇ Κυριακῇ καί τῇ Πεντηκοστῇ» κ.ἄ.

Σχετικά μέ τό θέμα πότε θά ἑορτάζεται τό Πάσχα, δέν ἀναφέρεται μέν στούς κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καταγράφεται σέ διάφορες ἱστορικές πηγές (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 121) καθώς ἐπίσης περιγράφεται στήν ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τήν ὁποία ἀπέστειλε «ἐκκλησίαις καί ἐπισκόποις τοῖς τῆς ἁγίας καί μεγάλης ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἀπολειφθεῖσι», ὅπου γράφει ὅτι «περί τῆς τοῦ Πάσχα ἁγιωτάτης ἡμέρας γενομένης ζητήσεως ἔδοξε κοινῇ γνώμῃ καλῶς ἔχειν, ἐπί μιᾶς ἡμέρας ἅπαντας τούς ἀπανταχόσε Χριστιανούς τήν σωτήριον ἑορτήν ἐπιτελεῖν τοῦ ἁγιωτάτου πάσχα» (Πρακτικά τῶν ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Α΄ ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 193/281-194/282).


Ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις στό «Σύνταγμά» του κάνει εὑρύτατη ἀνάλυση «περί τοῦ ἁγίου Πάσχα» καί καταγράφει τούς τέσσερις «διορισμούς», ἀπό τούς ὁποίους οἱ δύο πρῶτοι καθορίζονται ἀπό τούς κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (Ζ΄) καί οἱ ἄλλοι «ἐξ ἀγράφου παραδόσεως». Πρῶτον, νά ἑορτάζεται μετά τήν ἑαρινή ἰσημερία, δεύτερον νά μή συνεορτάζεται μέ τούς Ἰουδαίους, τρίτον νά ἑορτάζεται μετά τήν πρώτη πανσέληνον μετά τήν ἑαρινή ἰσημερία, καί τέταρτον νά ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνον τῆς ἑαρινῆς ἰσημερίας 

(Ράλλη καί Ποτλῆ, Σύνταγμα θείων καί ἱερῶν Κανόνων, Τόμ. Στ΄, ἐκδ. Βασιλείου Ρηγοπούλου, σελ. 420). 

Καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει ἕνα εὑρύτατο σχόλιο γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα


Ἀπό αὐτά φαίνεται καθαρά ὅτι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγκεκριμένα, καί ὅσοι βρίσκονται σέ αὐτά τά ὅρια εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἔξω ἀπό αὐτά τά ὅρια εἶναι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ὅσοι ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, ὁμολογώντας τήν ὀρθόδοξη πίστη πρέπει νά γνωρίζουν «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄, 15).

Αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι ἀκοῦμε ἀπό πολλές πλευρές τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται ποιά εἶναι τά μέλη της καί δέν ἀποφαίνεται γιά τούς ἐκτός αὐτῆς. Ὅμως, μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη, ἀγωνίζονται νά τηροῦν τούς ἱερούς Κανόνες, ὅσοι δέ εἶναι ἐκτός τῶν ὁρίων πού καθορίζουν οἱ ὅροι-δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι αἱρετικοί. Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως καί οἱ ἑπόμενες ἔθεσαν σαφῶς καί τά ὅρια καί τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἀλήθεια καί τήν πλάνη.

2. Τά δύο θεολογικά ρεύματα στήν Α΄Οἰκουμενική Σύνοδο

Ἐκεῖνο πού εἶναι σημαντικό καί ἀξιοπρόσεκτο, καθώς μελετᾶμε τά ὅσα ἔγιναν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι ὅτι σέ αὐτήν ἐκφράσθηκαν δύο θεολογικά ρεύματα, τό ἕνα εἶναι τό φιλοσοφικοθεολογικό ρεῦμα τῶν Ἀρειανῶν πού καταδικάστηκε, καί τό ἄλλο τό ἐμπειρικό ρεῦμα τό ὁποῖο ἐξέφραζαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί στηρίζονταν στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους, καί εἶναι τό ὀρθόδοξο. Αὐτό δείχνει καί τίς προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Γιά νά τό δοῦμε αὐτό πρέπει νά ἐξετάσουμε ὅτι στό θέμα πού ἀντιμετώπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τίς δύο ἑρμηνεῖες, τήν μία φιλοσοφική καί τήν ἄλλη θεολογική-ἐμπειρική, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι προηγήθηκε διεξοδική συζήτηση, καί μάλιστα οἱ ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου βασίσθηκαν στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τό 268/269 μ.Χ.

Ὅταν ἐξῆλθαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τήν Παλαιστίνη καί ὁ Χριστιανικός κόσμος εἰσῆλθε σέ περιοχές ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνική φιλοσοφία, ἰδίως ἡ ἀριστοτελική, ἀμέσως ἄρχισε μιά συζήτηση γιά τό ποιός ἦταν Αὐτός πού ἀποκαλυπτόταν στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἄν Αὐτός ἦταν ἄκτιστος ἤ κτιστός.

Στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, πού ἦταν κέντρο σπουδῶν τῆς Ἑλληνικῆς φιλσοφίας, ὁ Ἐπίσκοπός της Παῦλος Σαμοσατεύς ἠρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ Λόγου, χρησιμοποιώντας τήν Ἀριστοτελική φιλοσοφία. Τότε συνῆλθε Σύνοδος τό 268/269 στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Παῦλο Σαμοσατέα καί ἐξέφρασε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν ἀποκαλύψεις τοῦ Λόγου χωρίς σάρκα. Καί Αὐτός ὁ Ἄσαρκος Λόγος ἐνηνθρώπησε, γι’ αὐτό ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας εἶναι τό θεμέλιο τόσο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅσο καί τῶν μεταγενεστέρων, καί προσέφερε τό ὑλικό θεολογήσεως τῶν Πατέρων (Γεωργίου Σίσκου, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας [1ος -3ος αἰ.], Ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 268/269 μ.Χ. Ostracon, Ἰούλιος 2020). 

Τίς ἀπόψεις τοῦ καταδικασθέντος Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε, κάπως διαφοροποιημένες, ὁ Λουκιανός καί ἀκολούθως ὁ Ἄρειος.


Ἔτσι, ἤδη ἀπό τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. φάνηκαν στήν Ἐκκλησία αὐτοί οἱ δύο τρόποι θεολογήσεως, ὁ φιλοσοφικός πού κατέληξε σέ αἱρέσεις, καί ὁ ἐμπειρικός πού εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Αὐτό φαίνεται ἀπό τά μέλη πού συγκρότησαν τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπό τήν μία πλευρά ἦταν ἅγιοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Νικόλαος καί ἄλλοι ὁμολογητές τῆς πίστεως. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως στό ἔργο του «περί τῶν ἁγίων Συνόδων καί αἱρέσεων» γράφει: «Πολλοί δέ τῶν ἐκεῖσε συνδεδραμηκότων ἐπισκόπων ὁμολογηταί τῆς πίστεως ἐτύγχανον, ἐν τοῖς διωγμοῖς ἀκρωτηριασθέντες ὑπό τῶν ἀσεβῶν καί ἀνόμων βασιλέων, καί τῶν μέν τά νεῦρα τῶν ποδῶν, τῶν δέ οἱ ὀφθαλμοί, καί ἑτέρων ἄλλα μέλη τοῦ σώματος ἀποτετμημένα ἐτύγχανον ὑπέρ τῆς εἰς Χριστόν αὐτῶν πίστεως καί ὁμολογίας». Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἦταν ὁ Ἄρειος καί μερικοί συνήγοροί του Ἐπίσκοποι, περίπου δέκα ἑπτά τόν ἀριθμό, στούς ὁποίους πρέπει νά προστεθοῦν καί φιλόσοφοι καί ρήτορες μέ τόν σοφιστή Ἀστέριο 

(Ἰωάνou N. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 114-115).


Ἑπομένως, ἀπό τά μέλη πού συγκρότησαν τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο φαίνονται τά δύο αὐτά θεολογικά ρεύματα, ἤτοι ἡ θεολογία πού στηρίζεται στήν Ἀποκάλυψη-φανέρωση τοῦ Ἀσάρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους, καί ἡ θεολογία πού στηρίζεται στήν φιλοσοφία πού εἶναι ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει νά ὑπογραμμίζεται ἰδιαιτέρως.

Ὁ πρωταγωνιστής στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, Μέγας Ἀθανάσιος, στά κείμενα πού συνέταξε, μετά τό πέρας τῆς Συνόδου, ἀναφέρεται στά θέματα αὐτά. Ἀπό τά τέσσερα κείμενά του «κατά Ἀρειανῶν» ἀντλοῦμε ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιά τό ὑπόβαθρο τῆς Ἀρειανικῆς αἱρέσεως.

Στήν ἀρχή τοῦ Α΄ κειμένου «κατά Ἀρειανῶν» γράφει ὅτι οἱ αἱρέσεις πού «τῆς ἀληθείας ἀπέστησαν» ἐπινόησαν τήν «μανίαν» καί ἡ ἀσέβειά τους «πάλαι πᾶσιν ἔκδηλος γέγονε». Αὐτοί οἱ αἱρετικοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό ἐμᾶς καί «τῶν τοιούτων οὔτε ἦν, οὔτε νῦν ἐστι μεθ’ ἡμῶν τό φρόνημα». Μία ἀπό τίς αἱρέσεις αὐτές εἶναι «ἡ ἐσχάτη», ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἑρμηνεύθηκε ὡς πρόδρομος τοῦ ἀντιχρίστου, εἶναι «δόλιος» καί «πανοῦργος», ἐπειδή παρετήρησε ὅτι οἱ παλαιότερες «ἀδελφές» αἱρέσεις καταδικάστηκαν, «ὑποκρίνεται περιβαλλομένη τάς τῶν Γραφῶν λέξεις, ὡς ὁ πατήρ αὐτῆς διάβολος», ἐνδύεται ἀπό ἁγιογραφικά ρητά καί προσπαθεῖ πάλιν νά εἰσέλθη στόν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας «πλήσασα ἑαυτήν ὡς Χριστιανήν», γιά νά ἀπατήση κάποιους πού φρονοῦν κατά Χριστόν «τῇ πιθανότητι τῶν παραλογισμῶν». Καί πιό κάτω γράφει: «Τί γάρ ὅμοιον ἑωρακότες τῆς αἱρέσεως πρός τήν εὐσεβῆ πίστιν φλυαροῦσιν ὡς μηδέν κακόν λεγόντων ἐκείνων;»

(Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 28-30).

Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν συνοδικῶς, καί ὅτι ἡ «ἀρειανική αἵρεση», ἐνῶ χρησιμοποιεῖ τόν φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως, προσπαθεῖ νά τόν ἐπενδύση μέ ἁγιογραφικά χωρία. Ἀναφέρεται στόν Παῦλο τόν Σαμοσατέα, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία δέν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 2, ἔνθ. ἀν. σελ. 102,1. 136,15. 250, 21. 334,17). 

Μάλιστα, σέ κάποιο σημεῖο, ἀναφερόμενος στούς Ἀρειανούς γράφει: «Τοῦτο μέντοι τοῦ Σαμοσατέως ἐστιν τό φρόνημα, ὅ τῇ μέν δυνάμει καί ὑμεῖς φρονεῖτε τῷ δέ ὀνόματι μόνον ἀρνεῖσθε διά τούς ἀνθρώπους»

(Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 150).


Ἀπό τά ἀνωτέρω ἐξάγεται ὅτι στά ὅσα προηγήθηκαν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στά ὅσα ἔγιναν κατ’ αὐτήν, καί στά ὅσα ἀκολούθησαν διακρίνονται σαφῶς οἱ δύο αὐτές θεολογικές τάσεις. Ἡ πρώτη στηριζόταν στήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ φιλοσοφικούς στοχασμούς, πού προέρχονταν, ἄλλοτε ἀπό τόν Πλάτωνα, ἄλλοτε ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ἄρα ἀπό τήν κλασσική μεταφυσική, καί ἡ δεύτερη στηριζόταν στήν ἐμπειρική διδασκαλία τῶν Προφητῶν, Ἀπόστόλων καί Πατέρων. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Αὐτό σαφέστατα παραπέμπει στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἀσάρκου Λόγου στούς Προφῆτες καί τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους στό Φῶς. Ἄρα συγκρούστηκαν ὁ φιλοσοφικός στοχασμός μέ τήν ἐμπειρική-ἀποκαλυπτική θεολογία τῶν ἁγίων.

Καί αὐτό εἶναι ἕνα μάθημα γιά ὅλους ἐμᾶς τούς συγχρόνους Ἐπισκόπους καί θεολόγους, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά θεολογοῦμε κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε γιά τήν ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἁλιευτικῶς, οὐκ Ἀριστοτελικῶς»

(Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, ἔργα 1, ΕΠΕ, σελ. 378), 

δηλαδή σύμφωνα μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στούς ἁλιεῖς-Ἀποστόλους καί ὄχι σύμφωνα μέ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν Ἀριστοτελικό-φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς ἐνανθρωπήσως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει νά εἶναι τό σημαντικότερο συμπέρασμα ἀπό τήν σημερινή ἑορτή τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς Συνοδικῆς αὐτῆς θείας Λειτουργίας.


Καί αὐτό συνδέεται μέ τό ὅτι, δυστυχῶς, σήμερα κυριαρχεῖ παντοῦ, ἀκόμη καί στόν Χριστιανισμό, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ λογικοκρατία. Εἶναι εὐνόητον ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῆς λογικῆς, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς λογικοκρατίας, πού παραθεωροῦν τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τόν θεούμενον ἄνθρωπο καί ὑπερυψώνουν τόν ἄνθρωπο, μέχρι τόν ὑπεράνθρωπο καί τόν μετάνθρωπο.

Εὐχηθῆτε, Μακαριώτατε Δέσποτα, καί Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, νά μήν εἴμαστε τυπικοί ἑορταστές τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά «δέκτες, φύλακες καί μεταδότες» τόσο τῶν προϋποθέσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅσο καί τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν.





Μητροπολίτου Ναυπάκτου