Βασιλειάδα:
«Ἡ νόσος φιλοσοφεῖται»
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Πρωτοχρονιᾶς 2021
( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος τῶν ἀνθρώπων καί εὔχεται καί γι’ αὐτήν, ὄχι γιατί αὐτό εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά γιά νά συντελῆ καί αὐτή πρός τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ ὅλου ἀνθρώπου.
Πρέπει νά ἐπικρατῆ ὁ συντονισμός μεταξύ ὑγείας τοῦ σώματος καί ὑγείας τῆς ψυχῆς.
Φυσικά, μεγαλύτερο ἀγαθό εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί ὑπερβαίνη τό ἄγχος καί τόν φόβο τοῦ θανάτου.
Τήν πρώτη Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, καί τήν ἱερά μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ὁλοκληρωμένος θεολόγος, πνευματικός πατέρας καί λειτουργός. Ιδρυσε ἕνα φιλανθρωπικό κέντρο, τήν λεγομένη Βασιλειάδα. Πρόκειται γιά μιά ὁλόκληρη πολιτεία, ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο καί παρηγοριά δυστυχισμένοι , πτωχοί, ἐγκαταλελειμμένοι γέροντες, διερχόμενοι, ἄστεγοι καί πάσχοντες, καί μέσα σέ αὐτήν τήν φιλάνθρωπη πολιτεία κυρίαρχος καί πρωταγωνιστικός ἄνθρωπος ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος.
Περιγραφή αὐτῆς τῆς φιλάνθρωπης πολιτείας κάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Ἐπιτάφιο λόγο του στόν φίλο του Βασίλειο.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀρχίζει μέ τήν φράση:
Καλόν φιλανθρωπία καί πτωχοτροφία, καί τό τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας βοήθημα
Σέ αὐτήν νόσος φιλοσοφεῖται, καί συμφορά μακαρίζεται, καί τό συμπαθές δοκιμάζεται, δηλαδή στήν Βασιλειάδα ἡ ἀσθένεια ἀντιμετωπίζεται φιλοσοφικά, ἐννοεῖται θεολογικά, ἡ συμφορά γίνεται ἀντικείμενο μακαρισμοῦ καί δοκιμάζεται ἡ συμπάθεια πρός τούς ἄλλους.
Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί ἡ ἀσθένεια δέν ἀντιμετωπίζεται μόνον μέ φάρμακα, ἀφοῦ ὁ κάθε ἄρρωστος δοκιμάζεται ἀπό ἐνοχές, θλίψεις, ἀπογοητεύσεις, ἀλλά καί τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὁπότε χρειάζεται μιά ὁλόκληρη ποιμαντική ἐπιστήμη γιά νά ἀντιμετωπίση τόν ἄνθρωπο ὅταν ἀσθενῆ.
Γι’ αὐτό στό φιλανθρωπικό αὐτό ἵδρυμα τό πιό θαυμαστό ἀπό ὅλα ἦταν ἡ σύντομος τῆς σωτηρίας ὁδός, ἡ εὐκολότατη πρός οὐρανόν ἀνάβασις. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ νόσος φιλοσοφεῖται καί ἡ συμφορά μακαρίζεται.
Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι στήν πόλη αὐτή ἔβλεπε κανείς ἕνα φοβερό καί θλιβερό θέαμα πού προερχόταν ἀπό τούς λεπρούς. Τότε ἡ λέπρα ἦταν ἀθεράπευτη. Γι’ αὐτό ἔβλεπε κανείς ἀνθρώπους πού ἐκδιώκονταν ἀπό τίς πολιτεῖες, τά σπίτια τους, τίς ἀγορές, τίς πηγές, ἀπό τούς ἀγαπητούς τους ἀνθρώπους.
Αὐτούς τούς συγκέντρωνε ὁ Μέγας Βασίλειος στήν πόλη αὐτή. Καί ἔβλεπε κανείς τό φοβερό θέαμα νά εἶναι ἄνθρωποι νεκροί πρό θανάτου
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔπειθε ὅλους νά μή καταφρονοῦν τούς λεπρούς , οὔτε νά προσβάλλουν τόν Χριστό πού εἶναι ἡ κοινή κεφαλή ὅλων μέ τήν ἀπανθρωπία, ἀλλά νά βλέπουν τόν ἑαυτό τους στίς συμφορές τῶν ἄλλων.Δέν δίδασκε μόνον τούς ἄλλους νά βοηθοῦν τούς λεπρούς, ἀλλά ὁ ἴδιος ἔδινε τό παράδειγμα.
Καί ἐνῶ ἡ λέπρα τότε ἦταν ἀθεράπευτη καί μολυσματική ἀσθένεια, ὁ Μέγας Βασίλειος πού ἦταν εὐγενής καί καταγόταν ἀπό εὐγενεῖς ἀνθρώπους καί ἦταν ὑπέρλαμπρος, δέν ἀπαξίωνε νά τιμᾶ τήν νόσο τῆς λέπρας μέ τά χείλη του, δηλαδή ὡς ἀδελφός ἠσπάζετο τούς λεπρούς, γιά νά δείξη τήν ἀγάπη του σέ αὐτούς.
Αὐτός ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος, κατά τήν περιγραφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἦταν ἀνυπέρβλητος καί ἀγαποῦσε τούς ἀρρώστους, ἀλλά περισσότερο ἀγαποῦσε τούς λεπρούς καί τούς φιλοῦσε, παρά τήν μολυσμαστική αὐτή ἀσθένεια, γιά νά τούς δείχνη τήν ἀγάπη του καί τήν φιλανθρωπία του. Γνώριζε ὅτι ὁ ἄρρωστος χρειάζεται τήν ἀγάπη μας καί τήν συμπαράστασή μας.
Δέν εἶναι εὔκολο νά μιμηθῆ κανείς τό παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅταν συγκρίνη τίς ἀνάλογες περιπτώσεις τῶν ἡμερῶν μας μέ τήν μολυσματική ἀσθένεια τοῦ κορωνοϊοῦ, πού ὁμοιάζει κάπως μέ τήν μολυσματική ἀσθένεια τῆς λέπρας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Μᾶς καταλαμβάνει φόβος καί τρόμος μπροστά στόν θάνατο καί ἀποφεύγουμε τούς ἀρρώστους, κυρίως ὅσους προσβλήθηκαν ἀπό τήν ἀσθένεια αὐτή.
Ζοῦμε σέ δύσκολη ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἡ ἀρρώστια καί ὁ θάνατος θερίζουν ἀγαπητούς μας ἀνθρώπους, συγγενεῖς καί φίλους. Θά πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό νά φωτίση τούς ἁρμοδίους στό νά βρεθοῦν κατάλληλες θεραπεῖες, καί κυρίως νά μή χάσουμε τήν ἀνθρωπιά μας.
Πάνω ἀπό ὅλα νά μή ἀπολυτοποιοῦμε τήν ζωή μας ἐδῶ στήν γῆ, ἀφοῦ ἐδῶ εἴμαστε προσωρινοί καί ὁδεύουμε πρός τήν οὐράνια πατρίδα μας, κατά τό ἀποστολικό οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν Ἑβρ. ιγ,14.
Νομίζω, αὐτήν τήν περίοδο εἶναι κατάλληλη ἡ προσευχή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἁγιορείτου:
Χάρισαί μοι, Κύριε, τοῦ γνῶναι τήν ἀλήθειάν Σου πρό τοῦ ἀπελθεῖν με ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης. Παράτεινον τάς ἡμέρας μου, ἕως ἄν προσφέρω Σοι μετάνοιαν ἀληθινήν. Μή ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου, καί ὅταν εὐδοκήσῃς θεῖναι πέρας τῇ ζωῇ μου προγνώρισόν μοι τόν θάνατόν μου, ἵνα ἡ ψυχή μου ἑτοιμασθῇ πρός συνάντησίν Σου. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τῇ μεγάλῃ καί ἱερᾷ δι’ ἐμέ, γενοῦ μετ’ ἐμοῦ Κύριε, καί ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου. Καθάρισόν με ἀπό παντός ἁμαρτήματος φανεροῦ ἤ κρυφίου, ἀπό πάσης ἀνομίας κεκρυμμένης ἐν ἐμοί, καί ἀξίωσόν με προσφέρειν σοι καλήν ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματός Σου.