Το Μυκόπλασμα είναι ένα βακτηριδιο της οικογενειας των Μικριβιων, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και
Προκαλει λοιμώξεις.
Τα περισσοτερα είναι ακίνδυνα, Εκτος απο :
το Mycoplasma pneumoniae, το Mycoplasma genitalium και το Mycoplasma hominis
που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές λοιμώξεις.
Διαφέρει από τα βακτηριδια που γνωρίζουμε... διότι
δεν διαθέτει κυτταρικό τοίχωμα,
κάτι που το καθιστά ανθεκτικό στα κοινά αντιβιοτικά, όπως ειναι οι πενικιλίνες και οι κεφαλοσπορίνες, που συνήθως χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη. Κι αυτο Γιατί
Πολλά αντιβιοτικά στοχεύουν στο κυτταρικό τοίχωμα των βακτηριδιων για να τα εξοντώσουν.
Επειδή το μυκόπλασμα
δεν έχει κυτταρικό τοίχωμα,
τα αντιβιοτικά δεν λειτουργούν καθιστώντας απαραίτητη
τη χρήση άλλων φαρμάκων.
Η λέξη “Μυκόπλασμα” προέρχεται από τις λέξεις :
“μύκης” (που σημαίνει μύκητας) και “πλάσμα” (που σημαίνει μορφή), επειδή το βακτηριδιο μπορεί να παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές λόγω της απουσίας κυτταρικού τοιχώματος.
Πρώτος το περιέγραψε ο επιστήμονας Albert Bernhard Frank το 1889, ο οποίος το ονόμασε έτσι λόγω της άμορφης εμφάνισής του κάτω από το μικροσκόπιο, που θύμιζε μύκητα.
Υπάρχουν εκατοντάδες είδη μυκοπλάσματος, με τα περισσότερα να είναι ακίνδυνα για τον άνθρωπο. Ωστόσο, ορισμένα μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές λοιμώξεις.
Τα πιο κοινά παθογόνα είδη για τον άνθρωπο είναι:
- Mycoplasma pneumoniae
- Mycoplasma genitalium
- Mycoplasma hominis
Τα μυκοπλάσματα όταν προσβάλουν τον άνθρωπο προκαλόυν κυρίως λοιμώξεις του αναπνευστικού και του ουροποιητικού συστήματος ανάλογα με τον είδος
Πνευμονία από Mycoplasma pneumoniae
Το Mycoplasma pneumoniae ευθύνεται για πολλές περιπτώσεις πνευμονίας.
Προκαλεί Την περιπατητική πνευμονία (walking pneumonia).
Η περιπατητική πνευμονία είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μιαν ήπια μορφή πνευμονίας, η οποία δεν προκαλεί τόσο σοβαρά συμπτώματα ώστε να χρειάζεται ο ασθενής να νοσηλευτεί ή να παραμείνει κλινήρης.
Ο ασθενής, αν και έχει πνευμονία, μπορεί συχνά να συνεχίσει τις καθημερινές του δραστηριότητες, εξού και η ονομασία “περιπατητική” πνευμονία.
Αν και το μυκόπλασμα είναι γνωστό για την ήπιας μορφής περιπατητική πνευμονία, πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές φορές, ιδιαίτερα σε ευάλωτους πληθυσμούς όπως τα μικρά παιδιά, οι ηλικιωμένοι ή άτομα με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, η μόλυνση από Mycoplasma pneumoniae μπορεί να οδηγήσει σε βαριές μορφές πνευμονίας
Το Μυκόπλασμα της πνευμονίας μεταδίδεται εύκολα, ειδικά σε συνθήκες συνωστισμού, όπως σχολεία και στρατόπεδα, μέσω σταγονιδίων από βήχα ή φτέρνισμα. Τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες είναι πιο ευάλωτοι, αν και μπορεί να επηρεάσει άτομα κάθε ηλικίας.
Το Μυκόπλασμα, επειδή δεν έχει κυτταρικό τοίχωμα, είναι ευαίσθητο σε περιβαλλοντικές συνθήκες και δεν επιβιώνει εύκολα έξω από το ανθρώπινο σώμα ή άλλο ζωντανό ξενιστή
Το Mycoplasma genitalium είναι ένα είδος που προκαλεί ουρηθρίτιδα και μεταδίδεται σεξουαλικά.
Στους άνδρες, προκαλει πόνο κατά την ούρηση και έκκριση από την ουρήθρα, ενώ στις γυναίκες προκαλεί πόνο στην πυελική περιοχή, κολπική έκκριση και μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (PID).
Το Mycoplasma hominis βρίσκεται φυσιολογικά στο αναπαραγωγικό σύστημα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλεί λοιμώξεις όπως:
- του ουροποιητικού
- Φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (PID)
- Επιπλοκές εγκυμοσύνης, όπως πρόωρο τοκετό.
Η διάγνωση λοιμώξεων από Mycoplasma έχει προκλήσεις, καθώς το βακτηριδιο δεν ανιχνεύεται εύκολα με τις συμβατικές μεθόδους. Η απομόνωσή του μέσω βακτηριδιακών καλλιεργειών είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς απαιτεί ειδικά θρεπτικά υποστρώματα και αναπτύσσεται πολύ αργά, συχνά χρειάζονται εβδομάδες για να προκύψουν αποτελέσματα.
Αυτό καθιστά τη μικροβιακή του απομόνωση κλινικά μη πρακτική, ειδικά όταν χρειάζονται άμεσες θεραπευτικές αποφάσεις.
Η PCR (αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης) είναι μια ευαίσθητη και γρήγορη μέθοδος που ανιχνεύει το γενετικό υλικό του Mycoplasma. Αυτή η τεχνική ανιχνεύει απευθείας το DNA του βακτηριδιου και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη διάγνωση λοιμώξεων από Mycoplasma pneumoniae, Mycoplasma genitalium και Mycoplasma hominis.
Το Mycoplasma μπορεί να ανιχνευθεί μέσω PCR από δείγματα πτυέλων, ρινικών εκκρίσεων ή άλλων αναπνευστικών υγρών, καθώς και από δείγματα ούρων ή κολπικών εκκρίσεων.
Οι ορολογικές εξετάσεις ανιχνεύουν την παρουσία αντισωμάτων στον οργανισμό, τα οποία παράγονται ως αντίδραση στη μόλυνση.
Αυτή η μέθοδος είναι χρήσιμη για τη διάγνωση του Mycoplasma pneumoniae, καθώς μπορεί να ανιχνεύσει αντισώματα IgM και IgG
που παράγονται κατά τη διάρκεια της μόλυνσης, υποδεικνύοντας αν η λοίμωξη είναι πρόσφατη ή παλαιότερη.
Αντιβιοτικά για τη Θεραπεία του Μυκοπλάσματος
Η θεραπεία των λοιμώξεων από Mycoplasma απαιτεί ειδικά αντιβιοτικά, καθώς δεν έχει κυτταρικό τοίχωμα.
Τα πιο αποτελεσματικά αντιβιοτικά είναι οι μακρολίδες (αζιθρομυκίνη), οι τετρακυκλίνες ( δοξυκυκλίνη) και οι φθοριοκινολόνες λεβοφλοξασίνη. Οι μακρολίδες είναι η προτιμώμενη επιλογή για παιδιά λόγω του καλύτερου προφίλ ασφάλειας.
Συμπέρασμα
Το Μυκόπλασμα είναι βακτηριδιο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Προκαλει λοιμώξεις.
Τα περισσοτερα είναι ακίνδυνα, Εκτος απο :
το Mycoplasma pneumoniae, το Mycoplasma genitalium και το Mycoplasma hominis
που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές λοιμώξεις.
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι απαραίτητες για την αποφυγή επιπλοκών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου