Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΑΡΕΠΤΑ

 










Ο Χριστος σε ομιλία του στη Ναζαρέτ μιλησε για μια ευλογημένη ψυχή . Ειπε: 

Στα χρόνια τού Ηλία υπηρχαν πολλές γυναίκες χήρες , όταν επί τριάμιση έτη επαψε να βρεχει κι έπεσε πείνα σ όλη την γη, αλλά σε καμμία από αυτές δεν εστάλη ο Ηλίας παρά στην Σαρεπτά της Σιδωνίας σε γυναίκα χήρα.

Μία απλή  γυναίκα  μπορεί να κρύβη μέσα της  πνευματικό μεγαλείο εστω κι αν δεν άνηκε στον περιούσιο λαό . 
Ειναι γνωστο οτι ο Προφητης ζητησε απο τον Θεο να τιμωρησει τον ασεβή  Ισραηλιτικό λαό, κι ετσι απλα σταματησε να βρεχει.. 

Τον πρώτο καιρό της ανομβριας ο Ηλίας βρισκόταν κοντά στην Ιεριχώ στον χείμαρρο Χορράθ. Σαν στέρεψε και το νερό τού χειμάρρου, έλαβε παραγγελία να κινηθει προς την Σα­ρεπτά της Σιδωνίας, οπου μια χήρα ειχε εντολη να του δωσει φαγητο.
Ετσι ο Ηλιας πήρε τον δρόμο για την Σαρεπτά  δύο – τρεις ημέρες  πεζοποριας. 
Κατάκοπος  αντίκρυσε κάποια φορά τα τείχη της Σαρεπτά. Εκει αντίκρυσε  μία γυναίκα που  κάτι μαζευε ξύλα για την φωτιά. 

Κατάλαβε ότι αυτή ή­ταν η χήρα . 
Ηταν εξαντλημένος. Έπεφτε κάτω από την δίψα και την πείνα· περισσότερο από την δίψα που επαυξήθηκε από την μεγάλη οδοιπορία. Πριν λοιπόν πλησιάση την γυναίκα, της φώναξε από πίσω δυνατά:
— Φέρε μου σ’ ένα δοχείο λίγο νερό να πιώ.
Εκείνη γύρισε πίσω προς το μέρος από όπου ακούσθηκε η φωνή και είδε έναν παράδοξα ντυμένο άνθρωπο. Χωρίς καμμία αντίρρηση, η γυναίκα ξεκίνησε προς την πόλι, προς το σπίτι της για να τού φέρη νερό. 

Η ευγένειά της και η προθυμία της εντυπωσία­σαν τον Ηλία. Πείσθηκε ότι επρόκειτο για το πρόσωπο που τού μίλησε ο Θεός.

Καθώς η χήρα ξεκίνησε να φέρη το νερό, ο Ηλιας της φώναξε δυνατά:
— Φέρε μου και ψωμί .
Τότε εκείνη ταπεινά και ευγενικά τού εξηγεί την αθλία κατάστασή της:
— Είναι ζωντανός ο Κύριος ο Θεός σου.  Δεν υπάρχει σπίτι μου ψωμί. Μόνο μια χούφτα αλεύρι στο κιούπι και λιγάκι λάδι . Και μαζεύω δύο ξύλα να φτιάξω μία λαγάνα για μένα και τα παιδιά μου να φάμε και να πεθάνουμε.
Στην συνέχεια ακούγεται επιβλητική η φωνή τού Προφήτου.
— Έχε θάρρος Μην απελπίζεσαι. Πήγαινε σπίτι σου. Κάνε αυτά που είπες. Αλλά ψήσε πρώτα μία μικρή λαγάνα για μένα και φέρ την εδώ. 

Έπειτα ψήνεις για σένα και τα παιδιά σου.  

Διότι αυτά τα λόγια λέει ο Κύριος: 

Το κιούπι με το αλεύρι δεν θα τελειώση και το ελαιοδοχείο με το λάδι δεν θα λιγοστέψη, μέχρις ότου ο Κύριος δώση βροχή στην γη.

 Και επορεύθη και εποίησε. 





Πήγε στο σπίτι της, άναψε φωτιά, έφτιαξε πρώτα μία λαγάνα για τον Προφήτη. Κατόπιν έφτιαξε για τον εαυτό της και τα παιδιά της.
Ο Ηλίας ήπιε νερό, έφαγε την λαγάνα και δόξασε τον Θεόν. Είχε τόσο καιρό να βάλη κάτι στο στόμα του. 

Οι χαμένες δυνάμεις του ανασυγκροτήθηκαν.
Λένε oι ερμηνευτές ότι επίτηδες το οικονόμησε έτσι το πράγμα ο Θεός να μείνη για πολύ καιρό νηστικός, για να καταλάβη πόσο φοβερές συνέπειες είχε η ανομβρία που επιβλήθηκε στο λαό. 

Και για να σκεφθή πως κάποτε έπρεπε να παρακαλέση τον Κύριο να λύση αυτό το κακό.


Στην συνέχεια έψησε η γυναίκα λαγάνα για τον εαυτό της και τα παιδιά της. Έφαγαν κι αυτοί. 

Και αυτή τού παρεχώρησε το υπερώο για διαμονή, το δώμα, το πιο ψηλό και πιο ζηλευτό δωμάτιο. Και η ευλογία τού Θεού έπεσε ά­φθονη στο δοχείο τού λαδιού και στο αλεύρι, ώστε να μη λιγοστεύουν. Κατάλαβε η χήρα πως υπάρχει Κάποιος στον ουρανό που προστατεύει τις χήρες και τα ορφανά που στις κρίσιμες στιγμές παρεμβαίνει και τους σώζει από τον όλεθρο.
Κατενόησε επίσης πως ο Θεός τού Ηλία ήταν πραγματικός, ενώ οι δικοί τους ψεύτικοι. Και ένοιωθε πως ο φιλοξενούμενός της ήταν φίλος τού αληθινού Θεού, Αγιος και θαυματουργός. Ο λόγος του βγήκε αληθινός. Πράγματι το έβλεπε και δεν το πίστευε: 

Το κιούπι με το αλεύρι δεν τελείωνε και το ελαιοδοχείο με το λάδι δεν λιγόστευε!





Και τα παιδιά της που πήραν είδηση την θαυματουργία, αισθάνον­ταν μεγάλη αγάπη και ευλάβεια στον άνθρωπο που έμενε στο σπίτι τους. Κι όταν ρωτούσαν την μητέρα τους γιατί μένει τόσες ώρες κλει­σμένος μέσα στο δωμάτιο, εκείνη τα κατατόπιζε: 

Μιλάει συνέχεια με τον Θεό. Προσεύχεται. Είναι άγιος άνθρωπος.

Αλλά ο ουρανός τού σπιτιού δεν θάμεινε πολύ καιρό ξάστερος. Έμελλε να τον πλακώσουν μαύρα σύννεφα. 

Ο γυιός  της χήρας αρ­ρώστησε πολύ βαρειά.  Έλυωνε ώσπου υπέ­κυψε στο μοιραίο. Πέθανε.
Μεγάλη δοκιμασία για τη χήρα. Είχε χάσει τον άνδρα της. Τώρα και τον γυιό της. Οι λογισμοί θα της υπέβαλλαν πολλά. 






Να, νόμιζες πως φιλοξενείς έναν ευλογημένο άνθρωπο, και όμως κακό μεγάλο και ανεπανόρθωτο χτύπησε το σπίτι σου. 

Τι άνθρωπος τού Θεού είναι αυτός, αφού η παρουσία του έφερε θάνατο στο σπίτι σου


Ο Ηλίας συντετριμμένος από τον αβάσταχτο πόνο της μητέρας καθώς και από την τόση της ταπείνωσι, ζήτησε το νεκρό παιδί.
— Δώσ μου τον γυιό σου.
Τού τον φέρνει στην αγκαλιά της. 






Τον παραλαμβάνει, τον ανεβά­ζει στο υπερώο και τον αφήνει σαν να κοιμάται στο κρεββάτι του.
Η καρδιά της χαροκαμένης γυναίκας χτυπούσε δυνατά. Και η σκέψις της συγχυσμένη. 

Τι άραγε το ήθελε ο προφήτης το νεκρό παιδί στο δωμάτιό του; Τι μπορεί να προσφέρη κανείς σ’ έναν που πέθανε; Μήπως υπήρχε τρόπος να το επαναφέρη στην ζωή; Μα oι εν τω άδη δεν ξαναγυρίζουν πίσω. Πουθενά δεν ακούσθηκε ότι ξαναζωντάνεψε πεθαμένος.
Ο άγιος τού Θεού δεν άντεχε την ανείπωτη πίκρα της χήρας, που ήταν και δική του οδύνη. Έπρεπε πάση θυσία, να διωχθούν τα κατά­μαυρα σύννεφα και να ξαναφωτισθή το φτωχό μα τόσο φιλόξενο σπίτι. Αλλά πως θα γινόταν αυτό; 

Μέχρι τότε κανένας δεν ανάστησε νεκρό.
Είχαν περάσει από το εβραϊκό έθνος μεγάλοι άγιοι και θαυμα­τουργοί σαν τον Σαμουήλ, τον Ιησού τού Ναυή, τον μεγάλο Μωυσή κλπ. 

Επετέλεσαν σημεία και τέρατα. Ακόμα και ποταμούς και θάλασ­σες απεξήραναν για να περάση απ’ εκεί ο λαός. Ακόμα και τροφές από τον ουρανό έβρεχαν στην γη. Αλλά… 

Αλλά νεκρόν κανένας, μα κανέ­νας δεν είχε αναστήσει

Ενώ εμπρός στο κρεββάτι εκείτετο το νεκρό παιδί, ο προφήτης προσευχήθηκε γεμάτος πόνο και παράπονο, και κραύγασε δυνατά:
— Θεέ μου, συ που γνωρίζεις την κατάσταση της χήρας που με φι­λοξενεί, τι ήταν αυτό που έκανες, να επιτρέψης τον θάνατο τού γυιού της;
Κατόπιν προέβη σε μία πράξη που θυμίζει ενέργειες θεϊκές. 

Φύ­σηξε το παιδί





Άφησε να βγή από μέσα του αγιασμένη πνοή και να χτυπήση πάνω στο νεκρό πρόσωπό του. 

Μας έρχεται στο νου ο Χριστός που μόλις επισκέφθηκε αναστημένος το εσπέρας τού Πάσχα τους μα­θητές του τους φύσηξε και τους χορήγησε πνευματική εξουσία. 

Ακόμη θυμόμαστε την δημιουργία τού Αδάμ. 

Και ενεφύσησεν (ο Θεός) εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής (Γέν. 2,7)

Το Πνεύμα τού Θεού χο­ρηγεί ζωή. Γι’ αυτό και κάθε φορά που απαγγέλλουμε το πιστεύω, το αποκαλούμε Άγιον, Κύριον, Ζωοποιόν. Ζωή και ζωοποιόν.
Η Γραφή σημειώνει ότι ο προφήτης φύσηξε τον νεκρό τρεις φο­ρές. 

Σαν προφήτης και θεόπτης εγνώριζε ότι ο Θεός ήταν τρία πρόσω­πα. Προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Κατόπιν με όλη την δύναμι της ψυ­χής του εζήτησε από τον Θεόν ν” αναστήση το παιδί.
— Κύριε ο Θεός μου, σε παρακαλώ, ας επιστρέψη στο παιδί η ψυχή του.
Και το πρωτάκουστο και απροσδόκητο θαύμα έγινε. 

Το παιδί ανα­στήθηκε. 

Και ανεβόησε. 
Η ανάστασις που επετέλεσε ο προφή­της προεικόνιζε την μελλοντική ανάστασι των νεκρών από τον Χριστό. 

Άρχιζε ο λαός τού Θεού να προετοιμάζεται σιγά – σιγά στην έννοια της ήττας τού θανάτου. 
Γεμάτος θαυμασμό, χαρά και ενθουσιασμό ο Ηλίας παίρνει το παιδί, το κατεβάζει κάτω και το δίνει στην μητέρα του. 

Βλέπε —της λέει— ζη ο υιός σου. 


— Ναι, είπε, το διαπίστωσα καλά ότι εσύ είσαι άγιος, είσαι άνθρω­πος τού Θεού, και με το στόμα σου ομιλεί ο αληθινός Θεός.
Ευνόητο είναι ότι το μεγάλο και πρωτάκουστο θαύμα, αν όχι τώ­ρα, αργότερα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, και η φήμη τού Ηλία ανέβηκε στα ύψη.
Δεν είναι χωρίς σημασία ότι η πρώτη ανάστασις νεκρού πραγμα­τοποιήθηκε σε μία οικογένεια μη Ισραηλιτική. Κανονικά ένα τόσο μεγάλο θαύμα θα έπρεπε να λάβη χώρα εντός των ορίων τού Ισραήλ και σε Ισραηλίτη. 

Γιατί άραγε η πρώτη ανάστασις νεκρού να συμβή εκτός τού περιουσίου λαού;
Μία γυναίκα χήρα κι ένα νεκρό παιδί. 

Αυτά αντιπροσωπεύουν όλο τον ειδωλολατρικό κόσμο που τον έδερνε πνευματική χηρεία και πνευματικός θάνατος. 

Η εύνοια τού Θεού μέσω τού Ηλία προς αυτά τα πρόσωπα έχει προφητικό νόημα. Προεικονίζει την μελλοντική ανάστασι τού ειδωλολατρικού κόσμου, τότε που ο περιούσιος λαός τού Θεού θα αρνηθή και θα σταυρώση τον Μεσσία.
Η πίστις και η ομολογία της χήρας υποδηλώνει την μελλοντική πίστι των εθνών, τα οποία θα αποτελέσουν τον Χριστιανικό λαό, τον 
νέον Ισραήλ


Ο Μωϋσής όταν νυμφεύθηκε, πήρε γυναίκα Αιθιόπισσα, ενώ κα­νονικά έπρεπε να πάρη Ισραηλίτισσα. 

Το έκανε για να δείξη ότι ο νέος Μωϋσής, ο Χριστός θα νυμφευόταν την εξ εθνών Εκκλησία, που ήταν Αιθιόπισσα, δηλαδή μαύρη από την απιστία και την αμαρτία. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου