Μελετώντας την πορεία του Χριστιανισμού, διά μέσου
των αιώνων, παρατηρουμε ότι δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα θεολογικής σκέψεως και ζωής.
Το πρώτο ξεκίνησε από την Πεντηκοστή, στην όποια ενώθηκαν οι Προφήτες με τους Αποστόλους και υπάρχει κοινή αναφορά και εμπειρία, με τη διαφορά να βρίσκεται στο ότι οι Προφήτες μετείχαν του άσαρκου Λόγου και ήταν κάτω από το κράτος του θανάτου,
ενώ οιΑπόστολοι μετείχαν του σεσαρκωμένου Λόγου και υπερέβησαν τον θάνατο.
Έτσι,
παρατηρείται ίδια εμπειρία και πολλές φορές ίδια ομολογία, με μερικές εξαιρέσεις.
Οι Πατέρες, όμως, του 2ουέως 4ου
αιώνος υπό την πίεση των αιρετικών και, προκειμένου να τους
αντιμετωπίσουν, χρησιμοποίησαν την ορολογία της εποχής
εκείνης, χωρίς να αλλοιώσουν την
εμπειρική γνώση. Είχαν την ίδια εμπειρία με
τους Προφήτες και Αποστόλους, την οποία εξέφρασαν με νέα ορολογία για τις
ανάγκες της εποχής.
Αυτό το έργο κατοχυρώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους,
πού συγκλήθηκαν στην περιοχή του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διατύπωσαν
αύθεντικώς την ορθόδοξη πίστη.
Αυτό κάλυπτε όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, την
λεγομένη Πενταρχία: Παλαιά Ρώμη, Νέα Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια,
Ιεροσόλυμα και διακηρυσσόταν η Ορθόδοξη Πίστη,
τουλάχιστον μέχρι την Η' Οικουμενική Σύνοδο, από όλες
τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Έτσι, οι Πατέρες των Οικουμενικών
Συνόδων εκχριστιάνισαν τον
Ελληνισμό, ενώ οι αιρετικοί Αρειανοί,
Μονοφυσίτες, Μονοθελήτες πού
απεβλήθησαν από την Εκκλησία,
¨εξελλήνισαν¨ τον
Χριστιανισμό.
Το
δεύτερο ρεύμα ξεκίνησε από την Δύση, κυρίως τον 9° αιώνα, με τον
Προ-σχολαστικισμό και τον, κυρίως, Σχολαστικισμό, αξιοποιώντας στην ουσία
την παράδοση των αρχαίων αιρετικών και χρησιμοποιώντας
κατά βάση την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ιδίως τον νεοπλατωνισμό
του ιερού Αυγουστίνου και τον στοχασμό, πού ήταν ή βάση των
αρχαίων αιρετικών.
Έτσι, από την Σχολαστική
Θεολογία η Δύση πέρασε στην Μεταρρύθμιση,
στην Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και τα νέα φιλοσοφικά,
ψυχολογικά, υπαρξιακά και κοινωνικά ρεύματα πού
κυριαρχούν.
Αν αυτά τα δύο ρεύματα τα επικεντρώσουμε σε πρόσωπα,
μπορούμε να
πούμε ότι:
Το πρώτο, ορθόδοξο
ρεύμα,ξεκίνησε
από τους Προφήτες, Αποστόλους και πέρασε
στους Αποστολικούς Πατέρες, τους Πατέρες
του 3ου- 4ου αιώνος, τον
Μέγα Αθανάσιο, τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, τους Καππαδόκες Πατέρες, τους
Ρωμαίους Πατέρες της Δύσεως, τον
άγιο Μάξιμο Ομολογητή, τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Μέγα Φώτιο, τον άγιο Συμεών Νέο Θεολόγο, τον
άγιο Γρηγόριο Σιναΐτη, τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον άγιο Μάρκο Ευγενικό
και τους Φιλοκαλικούς Πατέρες, τον άγιο
Νικόδημο Αγιορείτη μέχρι σήμερα.
Το
δεύτερο ρεύμα ξεκίνησε από τον ιερό Αυγουστίνο, πέρασε στον
Άνσελμο Κατερβουρίας μέχρι τον Θωμά
τόν Ακινάτη, τον Σκότους και τον Όκαμ, τον Βαρλαάμ μέχρι την σύγχρονη
Ευρωπαϊκή φιλοσοφία.
Κατά έναν φυσικό τρόπο και τα δύο αυτά θεολογικά και
φιλοσοφικά ρεύματα εξέβαλαν
στην Ρωσία μέχρι τον 18° αιώνα.
Η Ρωσία δέχθηκε επιρροές πρώτα από την Χριστιανική
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
-Βυζάντιο, με την ορθόδοξη πίστη, τον ησυχασμό, τις τέχνες και στην συνέχεια
δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις από την
Σχολαστική Θεολογία, τις Προτεσταντικές Ιδέες, τον Διαφωτισμό και τον
Γερμανικό Ιδεαλισμό.
Αυτή
η Ρωσική Θεολογία με τις αντιδράσεις
της, μετα κενώθηκε στο Παρίσι, στο
Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όπου καλλιεργήθηκε περαιτέρω.
Στην συνέχεια, Δυτική
και Ρωσική Θεολογία μεταφέρθηκαν
στον ελληνικό χώρο μετά την απελευθέρωση και την συγκρότηση
του Νεοελληνικού Κράτους.
Έτσι,
στην νεοελληνική κοινωνία έχουν καταλήξει
όλες οι ζυμώσεις πού έγιναν στην Δύση και την Ρωσία.
Συνεπώς, σήμερα στην Ελλάδα βλέπουμε έντονα
όλα αυτά τα ρεύματα, ήτοι :
Την
Πατερική Θεολογία στην αυθεντική της έκφραση και
Την
Δυτική και Ρωσική Θεολογία με τις διάφορες
αποχρώσεις τους.
Η
συνάντηση μεταξύ της Δυτικής και της Ρωσικής θεολογίας αποτέλεσαν αυτό πού χαρακτηρίζεται
Μεταπατερική Θεολογία.
Ο όρος ¨Μεταπατερική¨μπορεί να εκληφθεί με δύο τρόπους:
ο
ένας είναι χρονικός και ο άλλος είναι τροπικός.
Σύμφωνα με τον
χρονικό τρόπο ερμηνείας, η Πατερική Θεολογία, τελείωσε τον 8° αιώνα με τον άγιο
Ιωάννη τον Δαμασκηνό και κατ' άλλους με τον Μέγα Φώτιο, οπότε αναπτύσσεται
η Σχολαστική Θεολογία πού είναι ανώτερη από την Πατερική και στην συνέχεια
είναι η
Ρωσική πού είναι ανώτερη και από την Πατερική και από την Σχολαστική.
Αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη, γιατί ποτέ δεν τελείωσε η πατερική
παράδοση, πάντοτε υπάρχει ενότητα Προφητών, Αποστόλων και
Πατέρων, η δε οποιαδήποτε άλλη θεώρηση ευνοεί αιρετικές και εθνικιστικές απόψεις.
Σύμφωνα με την
τροπική τωρα ερμηνεία, η Μεταπατερική Θεολογία είναι μια προσπάθεια να δοθεί μια νέα ερμηνεία των πατερικών
κειμένων, τα όποια πρέπει να
αποδεσμευθούν από την ατμόσφαιρα και την ορολογία της εποχής στην όποια εγράφησαν και να γίνει η μεταγραφή τους στην δική μας εποχή.
Η άποψη αυτή θεωρεί ότι δήθεν από τον Εύάγριο, ό όποιος επηρεάσθηκε
από τον Ωριγένη και τον Νεοπλατωνισμό και έκανε λόγο για κάθαρση,
φωτισμό και θέωση, πέρασε στους:
Αγιο Διονύσιο
Αρεοπαγίτη,
τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο Συμεών τον Νέο
Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά
και τους Ησυχαστές Πατέρες και έτσι όλη η Ησυχαστική Θεολογία
είναι Νεοπλατωνική, η όποια αλλοίωσε την αρχέγονη θεολογία της
πρώτης Εκκλησίας.
Έτσι, κατ' αυτούς, πρέπει να επανέλθουμε στην ευχαριστιολογία της πρώτης Εκκλησίας και να
απορριφθεί η νεοπλατωνική ορολογία - και
ενδεχομένως και ή ίδια η πρακτική - πού ούτως ή άλλως δεν ισχύει στην εποχή μας.
Πρόκειται για μεταγραφή της Θεολογίας σε νέους όρους και
νέες εκφράσεις.Και αυτή η θεώρηση είναι εσφαλμένη, γιατί παραθεωρεί την
διδασκαλία των Καππαδοκών Πατέρων, η όποια δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί Νεοπλατωνική, και
στην ουσία παραθεωρεί την Ησυχαστική Παράδοση,
πού έχει απόλυτα κατοχυρωθεί και την οποία ουσιαστικά θέλει να πλήξει και να εξοβελίσει, επειδή ενοχλεί
τους εκπροσώπους της, δεν τους αφήνει
να στοχάζονται κατά το δοκούν και να φθάνουν σε Οικουμενιστικούς σκοπούς.
Όμως,
εμείς πιστεύουμε ότι υπάρχει ταυτότητα
εμπειριών στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας και ότι ή μόνη
διαφορά, πού υπάρχει, είναι μεταξύ Πατερικής Θεολογίας, της οποίας η
βάση είναι η θεία χαρισματική εμπειρία, και της Σχολαστικής και Στοχαστικής Θεολογίας, της οποίας βάση
είναι ή φαντασία και ό στοχασμός, δηλαδή η Φιλοσοφία.
Από το βιβλίο του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου «Πατερική και Σχολαστική Θεολογία και το περιβάλλον τους», Επιλεγόμενα σελ. 654-657
Εκδοσεις Ιερας Μονης Γενεθλιου Θεοτοκου Πελαγια
https://www.pelagia.org/root.el.aspx tel:+302261035135
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου