Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ

 




 

 

Όταν διαβάζεται ο Εξάψαλμος δεν πρέπει να… | Ιερά Μονοπάτια

 

 

 

 

Ο Εξάψαλμος διαβαζεται στην αρχή του Όρθρου.


Στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας.

Τον Σταυρό μας να τον κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου.

Σ όλη όμως τη διάρκεια του, ακόμη και στο μέσον του, δεν κάνουμε τον Σταυρό μας, παρακολουθούμε εν πάση σιωπή και κατανύξει τον Αναγνώστη, ο όποιος μετ ευλάβειας και φόβου Θεού, διαβάζει τον Εξάψαλμο.

Ο χρόνος τής αναγνώσεως,  προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. 

Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει με σιωπη, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις και προπαντός, χωρίς τον παραμικρο θορυβο, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή.


 

 

 

 

Τι είναι ο Eξάψαλμος; | Newspepper

 

 

 

Ο εξάψαλμος αποτελείται από από τους εξης ψαλμούς:

 

3ος:  Εικονίζει την σταθερή ελπίδα της ψυχής στο Θεό.

 

Κύριε, τι επληθύνθησαν οι θλίβοντές με; πολλοί επανίστανται επ’ εμέ. Πολλοί λέγουσι τη ψυχή μου· ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού. Συ δε, Κύριε, αντιλήπτωρ μου ει, δόξα μου και υψών την κεφαλήν μου. Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, και επήκουσέ μου εξ όρους αγίου αυτού. Εγώ δε εκοιμήθην και ύπνωσα· εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεταί μου. Ου φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. Ανάστα, Κύριε, σώσον με, ο Θεός μου· ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντάς μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. Του Κυρίου η σωτηρία, και επί τον λαόν σου η ευλογία σου.

 

 

37ος:   Θρήνος της ψυχής για το βάρος των αμαρτιών.

 

Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. Ότι τα βέλη σου ενεπάγησάν μοι, και επεστήριξας επ’ εμέ την χείρα σου. Ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου· ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου. Ότι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ’ εμέ. Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου. Εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους. Όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. Ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων, και ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου. Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη. Η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού. Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν. Και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου, και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν. Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον, και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού. Και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς. Ότι επί σοι, Κύριε, ήλπισα· συ εισακούση, Κύριε ο Θεός μου. Ότι είπον μήποτε επιχαρώσι μοι οι εχθροί μου, εν τω σαλευθήναι πόδας μου, επ’ εμέ εμεγαλορρημόνησαν. Ότι εγώ εις μάστιγας έτοιμος, και η αλγηδών μου ενώπιόν μου εστί δια παντός. Ότι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ, και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου. Οι δε εχθροί μου ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ και επληθύνθησαν οι μισούντες με αδίκως. Οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλόν με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. Μη εγκαταλίπης με, Κύριε ο Θεός μου, μη αποστής απ’ εμού. Πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου.

 

62ος:   Απαλή παρηγορητική πρωϊνή προσευχή.

 

Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω. Εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη αβάτω και ανύδρω. Ούτως εν τω αγίω ώφθην σοι, του ιδείν την δύναμιν σου και την δόξαν σου. Ότι κρείσσον το έλεός σου υπέρ ζωάς, τα χείλη μου επαινέσουσί σε. Ούτως ευλογήσω σε εν τη ζωή μου, και εν τω ονόματί σου αρώ τας χείράς μου. Ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου, και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου. Ει εμνημόνευόν σου επί της στρωμνής μου, εν τοις όρθροις εμελέτων εις σε. Ότι εγενήθης βοηθός μου, και εν τη σκέπη των πτερύγων σου αγαλλιάσομαι. Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου. Αυτοί δε εις μάτην εζήτησαν την ψυχήν μου, εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γης, παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας, μερίδες αλωπέκων έσονται. Ο δε βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τω Θεώ, επαινεθήσεται πας ο ομνύων εν αυτώ, ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα.

 

87ος:   Δέηση ψυχής τσακισμένης από τις συμφορές.

 

Κύριε, ο Θεός της σωτηρίας μου, ημέρας εκέκραξα και εν νυκτί εναντίον σου. Εισελθέτω ενώπιόν σου η προσευχή μου, κλίνον το ους σου εις την δέησίν μου. Ότι επλήσθη κακών η ψυχή μου, και η ζωή μου τω άδη ήγγισε. Προσελογίσθην μετά των καταβαινόντων εις λάκκον, εγενήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος, εν νεκροίς ελεύθερος. Ωσεί τραυματίαι καθεύδοντες εν τάφω, ων ουκ εμνήσθης έτι, και αυτοί εκ της χειρός σου απώσθησαν. Έθεντό με εν λάκκω κατωτάτω, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου. Επ’ εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου, και πάντας τους μετεωρισμούς σου επήγαγες επ’ εμέ. Εμάκρυνας τους γνωστούς μου απ’ εμού, έθεντό με βδέλυγμα εαυτοίς. Παρεδόθην και ουκ εξεπορευόμην, οι οφθαλμοί μου ησθένησαν από πτωχείας. Εκέκραξα προς σε, Κύριε, όλην την ημέραν διεπέτασα προς σε τας χείρας μου. Μη τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια, ή ιατροί αναστήσουσι και εξομολογήσονταί σοι; Μη διηγήσεταί τις εν τω τάφω το έλεος σου, και την αλήθειάν σου εν τη απώλεια; Μη γνωσθήσεται εν τω σκότει τα θαυμάσια σου, και η δικαιοσύνη σου εν γη επιλελησμένη; Καγώ προς σε, Κύριε, εκέκραξα, και το πρωί η προσευχή μου προφθάσει σε. Ινατί, Κύριε, απωθή την ψυχήν μου, αποστρέφεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού; Πτωχός ειμί εγώ, και εν κόποις εκ νεότητας μου· υψωθείς δε, εταπεινώθην και εξηπορήθην. Επ’ εμέ διήλθον αι οργαί σου, οι φοβερισμοί σου εξετάραξάν με. Εκύκλωσάν με ωσεί ύδωρ, όλην την ημέραν περιέσχον με άμα. Εμάκρυνας απ’ εμού φίλον και πλησίον, και τους γνωστούς μου από ταλαιπωρίας.

 

102ος: Προσευχή ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες του Θεού.

 

Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον, και, πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού. Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον, και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού. Τον ευιλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου, τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου. Τον λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν σου, τον στεφανούντα σε εν ελέει και οικτιρμοίς. Τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου. Ποιών ελεημοσύνας ο Κύριος, και κρίμα πάσι τοις αδικουμένοις. Εγνώρισε τας οδούς αυτού τω Μωϋσεί, τοις υιοίς Ισραήλ τα θελήματα αυτού. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος· ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τόν αιώνα μηνιεί. Ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν. Ότι κατά το ύψος του ουρανού από της γης εκραταίωσε Κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβούμενους αυτόν. Καθ’ όσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ’ ημών τας ανομίας ημών. Καθώς οικτείρει πατήρ υιούς, ωκτείρησε Κύριος τους φοβουμένους αυτόν· ότι αυτός έγνω το πλάσμα ημών, εμνήσθη ότι χους εσμέν. Άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει. Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ουχ υπάρξει, και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού. Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος, και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν. Και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς. Κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού, και η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει. Ευλογείτε τον Κύριον πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοί ισχύι ποιούντες τον λόγον αυτού, του ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον πάσαι αι δυνάμεις αυτού, λειτουργοί αυτού, οι ποιούντες το θέλημα αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον πάντα τα έργα αυτού, εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού· ευλόγει, η ψυχή μου τον Κύριον.

 

142ος: Θερμή παράκληση βοήθειας. 

 

 

Κύριε, εισάκουσoν της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εiσάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου· Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου· εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου. Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος· και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον.Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, προς σε κατέφυγον· δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία· ένεκεν του ονόματος σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου· και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί.

Και πάλιν. Εισάκουσαν μου, Κύριε, εν τη δικαιοσύνη σου, και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου (δις). Είτα. 

Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία.

 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου