Στέφανε, συνεχίζεις μαλάξεις, ξεκινάω αδρεναλίνη.¨
Κάποιος Στέφανος, πιθανον γιατρός, σύμφωνα με τις εντολές που έπαιρνε και έδινε, ήταν σίγουρα μέρος της ομάδας διάσωσης, εκείνο το παγωμένο βράδυ του Δεκέμβρη.
Ο Οδυσσέας είχε αφήσει αρκετό καιρό όπως φαίνεται την Ιθάκη, και ξεκινήσει το ταξίδι του προς τη χώρα των Κιμμερίων.
Αφού περπάτησε ένα μακρύ, μακρύ και σκοτεινό τούνελ με οδηγό έναν άνδρα που κρατούσε στα χέρια του μια λάμπα θυέλλης έφτασε στην άλλη άκρη του. Εκεί τον περίμενε το καράβι με όλους τους συντρόφους του.
Οι κωπηλάτες ήσαν έτοιμοι στις θέσεις τους. Με το που μπήκε ο Οδυσσέας άρχισαν να κωπηλατούν δυνατά με προορισμό την άκρη του Ωκεανού. Έφτανε πια το καράβι στο τέλος του ωκεανού με τις βαθιές ροές, κει όπου η χώρα των Κιμμερίων βρίσκεται με σύννεφα, μαυρίλα και καταχνιά σκεπασμένη. Ποτέ το φως του ήλιου δεν τους βλέπει με τις λαμπρές ακτίνες του, νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ’ αυτούς τους δύστυχους θνητούς.
Στα μέρη εκείνα άραξε το πλοίο στην άμμο και κατέβηκε ο Οδυσσέας μαζί με τα πρόβατα. Τραβώντας το κοφτερό σπαθί του ανοίγει φαρδύ και πλατύ λάκκο κι έχυνε γύρω από τα χείλη του λάκκου σπονδές στους νεκρούς.
Κι ευθύς μαζεύτηκαν απ’ τα σκοτάδια του κάτω κόσμου ψυχές νεκρών που ο θάνατος τους βρήκε, κορίτσια, αγόρια, παλικάρια, γυναίκες με λαβωμένη την καρδιά από το προώρο πένθος, άντρες που χάθηκαν στον πόλεμο στο χέρι τους κρατώντας ματοβαμμένα όπλα.
Έψαξε και αυτός να αναγνωρίσει κάποιες ψυχές, ψυχές νεκρών, φαντάσματα που ερχόντουσαν να πιούν το μαύρο αίμα για να μπορέσουν να μιλήσουν στον Οδυσσέα και ν΄ανοίξουν τις καρδιές του και να πουν τους πόνους τους.
Και άλλες ψυχές νεκρών γιατρών ξεχώρισε ανάμεσα σε μυριάδες οπτασίες όπως του Ιπποκράτη, του Ασκληπιού, του Γαληνού, του Παράκελσου, του Hodgin, του Frank Starling, του Παστέρ, του Alan Yates, του Κρίστιαν Μπάρναρντ.
Τους ρώτησε όλους, έναν έναν, γιατί έτσι στιβάζονται και σπρώχνονται να πιουν από το μαύρο αίμα και ν αγγίξουν έστω και για μια στιγμή τον κόσμο των ζωντανών αφού τόσο δοξασμένοι και οι-περισσότεροι-πλήρεις ημερών έκλεισαν τον κύκλο της ζωής.
Όλοι απάντησαν ότι λίγα λεπτά ζωής θα αντάλλαζαν ακόμη και με το πιο άσημο και ελάχιστο ζωντανό πλάσμα πάνω στη γη.
Με τρόμο είδε ο πολυμήχανος Οδυσσέας να ανεβαίνουν και οι ψυχές ανθρώπων που είχε προσπαθήσει ο ίδιος να θεραπεύσει και δεν κατάφεραν να ζήσουν, είχαν πεθάνει στα χέρια του ή από τα χέρια του.Ανώνυμοι και επώνυμοι ο κυρ Αντρέας από τη Ζάκυνθο με τη βαρειά στένωση της αορτής και το εγκεφαλικό επεισόδιο μετά το χειρουργείο, ο νεαρός Κωνσταντίνος με τη μυοκαρδίτιδα που πέθανε γιατί περίμενε πολύ καιρό για μόσχευμα που δεν ήρθε ποτέ, ο καθηγητής των μαθηματικών που πέθανε από αιμορραγία, ο Νικόδημος ο πενηνταπεντάρης με το διαχωριστικό ανεύρυσμα της αορτής που δεν είχε χρήματα να πληρώσει την αναβάθμιση και πέθανε περιμένοντας το χειρουργείο και άλλοι πολλοί.
Κανένας από αυτούς δεν του κρατούσε κακία για όσα έγιναν.
Ο Οδυσσέας δάκρυσε πικρά και πάλι και τους φώναξε δυνατά συγγνώμη, να το ακούσουν καλά, ότι αυτός είχε πραγματικά προσπαθήσει αλλά είναι γιατρός και όχι θεός.
Θα σε βοηθήσει ο ¨αγαπημένος μας Στέφανος¨ να βρείς το δρόμο προς το καράβι.
Και ο Στέφανος με την ιατρική μπλούζα, ο αγαπημένος των θεών του κάτω κόσμου, ο άκλαυτος και αδικοχαμένος Στέφανος,πιάνει τον Οδυσσέα από το χέρι και μέσα στα σκοτεινά ανεβαίνοντας ανάποδα τις Δίνες του Ωκεανού, τον βοηθάει να κολυμπήσει γρήγορα πρός το καράβι.
Οι κωπηλάτες με τα κουπιά χτυπούσαν σίγουρα και δυνατά τα αφρισμένα κύματα και σύντομα το καράβι βγήκε σε μια παγωμένη ακτή, έμοιαζε σαν τοπίο της Αρκτικής. Απόλυτος πάγος και χιόνι, μόνο χιόνι, ασπρίλα απέραντη που έφερνε αμέσως δάκρυα στα μάτια..
Ο Οδυσσέας μόνος του βάδισε πολλά χιλιόμετρα ασθμαίνοντας και βυθίζοντας βαθειά σε κάθε του βήμα τα γυμνά πόδια του στο άθεο χιόνι.
Έφτασε μετά από μεγάλη πορεία σε ένα όμορφο και ολοχιόνιστο ξύλινο σπίτι με κήπο. Στην αυλή υπήρχε στολισμένο ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο με δεκάδες διαφορετικές μπάλες και πολύχρωμα φωτάκια.
Μπροστά από το δέντρο ήταν ένας χιονάνθρωπος με ροζ σκούφο ολόιδιος ο Στέφανος, ο ηδονικός Ελπήνωρ που τον οδήγησε χέρι χέρι πίσω στο καράβι και τον πάνω κόσμο.
Δακρυσμένος τον σφιχταγκάλιασε για πολύ ώρα, τόση πολλή ώρα που ο χιονάνθρωπος άρχισε να λιώνει μέχρι που έγινε μιά μικρή άμορφη μάζα από χιόνι, μιά χιονόμπαλα. Δίπλα της είχε πέσει ο ρόζ σκούφος.
Ο Οδυσσέας χαμογέλασε όταν είδε ότι στην είσοδο του σπιτιού είχαν σταθεί ανυπόμονοι να τον αγκαλιάσουν η γυναίκα του η Μυρτούλα και τα δυό τους παιδιά. Έτρεξε χωρίς άλλο και τους βούτηξε στην αγκαλιά του μέσα σε λυγμούς.
Παιδιά, έχουμε πάλι σφύξεις ,δόξα τω θεώ, και φυσιολογικό ρυθμό, πιάνω πολύ καλές και δυνατές σφύξεις.
« Οδυσσέα μ’ ακούς;»
«Ναι σας ακούω καλά, είμαι εντάξει, ένοιωσα να ζαλίζομαι, έχασα τον κόσμο, έκανα ανακοπή, έτσι δεν είναι βρέ παιδιά ;
Οδυσσέα, έχεις πάθει έμφραγμα, έκανες κοιλιακή μαρμαρυγή, θα ανεβούμε άμεσα στο αιμοδυναμικό εργαστήριο για παρέμβαση, όλα θα πάνε καλά
Τώρα ξέχασε ότι είσαι γιατρός, είσαι πιά ένας κοινός θνητός Αυτά τα λίγα είπε ο Σεβαστιανός, ο εφημερεύων καρδιολόγος, που ήταν επικεφαλής της ομάδας ανάνηψης η οποία και έσωσε τον συνάδελφο του, τον Οδυσσέα τον καρδιοχειρουργο
Σεβαστιανέ, που είναι ο Στέφανος που μ’εφερε στα επείγοντα και ήταν μαζί σας στην ομάδα ανάνηψης;
«Οδυσσέα», είπε ο Σεβαστιανός, μάλλον είσαι ακόμη σε σύγχυση λόγω της ανακοπής.
Δεν υπήρχε κανένας γιατρός Στέφανος, ούτε άλλος Στέφανος σήμερα.
Η μόνη βέβαια σ ύ μ π τ ω σ η με αυτά που λες είναι ότι σήμερα, είναι η γιορτή
του Αγίου Στεφάνου, 27 Δεκέμβρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου