ΘΑ ΠΛΕΨΩ ΚΑΛΑ..
Είναι άδικο να πεθαίνουν παιδιά απο καρκίνο.Στέκεσαι αποσβολωμένος μπροστά στον ασίγητο πόνο.Προσπαθείς να εξηγήσεις τα ανεξήγητα.Η επιστήμη εδώ σωπαίνει, δεν έχει λόγο,μόνο κάποια λόγια παρηγοριάς.Κι η μάνα με το απλανές βλέμμα να θέλει σε λίγα λεπτα να ρουφήξει όλη την εικόνα του παιδιού της που δεν χάρηκε στα ελάχιστα χρόνια, και τί χρόνια, που έζησε μαζί του και τώρα η ιδια το παραδίνει στο χωμα.
¨Ας ζούσε, κι ας μπαινοβγαίναμε στο νοσοκομείο.¨Ομως κάπως διαφορετικά κρινει αυτά τα πράγματα Εκείνος που ετάζει νεφρούς και καρδίας.Οχι,δεν πήγε στο¨χώμα¨η Αντα μου.Μόνο το βασανισμένο σωματάκι της γύρισε εκεί απ όπου προήλθε ψέλιζε η μάνα.
¨Ποιός ξέρει γιατί ο Θεός πήρε την Αντα μας,¨ψιθύριζε ο μεγαλύτερος αδελφός της, μόλις 11 χρόνων,
κοιτάζοντας το μικρό λευκό φέρετρο, σκεπασμένο απο λευκά λουλούδια Δεν υπήρξαν υστερισμοί .Μόνο ένας βουβός , υγρός, βαθύς πόνος όλων,βλέπεις ήταν ενεργά μέλη της Εκκλησίας, και μπορούσαν να δούν,πέρα απ τον οριζοντα της όποιας συμβατικότητας.
Τα κοιμητήρια αυτές τις ώρες,όταν υποδέχονται για τον προσωρινό ¨ύπνο¨ κακώς τον ονομάζουν αιώνιο,λές και αναγνωρίζουν την αδικία, γι αυτό κι αυτά μειώνουν τους ρυθμούς τους Δεν ακούς φωνές, μόνο ψιθυρίσματα.Ο αποχαιρετισμός βαρύς, να σου λύνει τα μέλη.Οι γονείς με δάκρυα βουβής απόγνωσης,συγκρατούν ένα μεγάλο γιατί .
Ετσι έφυγε ένα ζεστό απόγευμα του Οκτώβρη,τί ειρωνεία, η μικρή Αντα, μόλις 8 ετών.Ενας άγγελος, που ποτέ δεν παραπονέθηκε, για τους πόνους,ούτε όταν η χημειοθεραπεία της πήρε βαναυσα τα όμορφα μαλλιά .¨Θα βγούν ξανθά τώρα;¨ρωτούσε τη μητέρα της,που , πνίγοντας τα δάκρυα, την βεβαίωνε πώς ναί κατάξανθά,κρύβοντάς την στην αγκαλιά της.Και το παράδοξο,όντως βγήκαν κατάξανθα μαλλάκια,κι έτσι μ αυτά κοιμήθηκε τον προσωρινό της ύπνο η Αντούλα.
Η ιστορία της Αντας έφερε στον νού μου μιαν άλλη ιστορία, που χάραξε η πέννα του κυρ Αλέξανδρου.
Την αναφέρω σαν ένα μνημόσυνο για την Αντα....Αλλά και η Αγγελικουλα του φίλου του Μπούκη του είπε:
«Εσύ μπαρμπ' Αλέξανδρε, ψέλνεις τα τραγούδια του Θεού». Η Αγγελικούλα, γράφει ο Παπαδιαμάντης,
¨με ήκουε να ψάλλω συνεχώς Τραγούδια του Θεού, εις τον πενιχρόν νυκτερινόν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικά με την μητέρα της. Εκοιμάτο μές στο στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώρα των αποστίχων, εξύπνα μετά δύο ώρας εις τον Πολυέλεον, κ' έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετά τα μεσάνυχτα¨.
Η μικρή Αγγελικούλα Ένδεκα Ετών ήταν άρρωστη βαρειά.Τήν επισκέφθηκε ο Παπαδιαμάντης και εκείνη του είπε: «Ά Μπάρμπ' Αλέξανδρε, Εψέλλισεν Ασθενώς. Πότε Θα Μού Πής Πάλι Τα Θεια Τραγουδια;
-Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γίνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον να έλθης, να σού τα πώ.
-Νά μού τα πής. Μά θα τ' ακούσω;
- Άμα προσέχης, θα τ' ακούσης
- Ώχ!
Έστέναξεν, έκλεισε τα όμματα, και δεν μού ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολύ κουρασθή (έφερεν ασθενώς την ισχνήν χείρα προς το ούς ενώ εψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρυηκοΐαν ένεκα της νόσου).
Τής έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδήλαν. Αυτή ανέλαβε προς στιγμήν τάς αισθήσεις της, κ' εψιθύρισε:
-¨Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θά πλέψω καλά¨.
Μετά τον θάνατό της ο Παπαδιαμάντης έψαλε τα τραγούδια του Θεού στην αγνή Αγγελικούλα.
Γράφει στο κείμενό του:¨Μετά τρείς ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κ' οι ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από την"Άμωμον οδόν" έως τον "Τελευταίον ασπασμόν".
Μόνος ο παπα-Νικόλας απ' τον Αι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έκανε χωριστήν ακολουθίαν,
εμορμύριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα.
-Τί μουρμουρίζεις, παπά; του είπα, από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει.
-Λεγω Μεσα Μου,ειπεν ο παπα-Νικολας. Εις αυτο το ακακον αρμοζει Η Κηδεια Των Νηπιων.Τωόντι κ' εγώ, με όλον τον πόνον και τα δάκρυά μου, είχα αναλογισθή εκείνην την στιγμήν την ακολουθίαν των Νηπίων. Καί ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια του Θεού:
"Τών του κόσμου ηδέων αναρπασθέν άγευστον" και "ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιάς επουρανίους έσωσας" και "του Αβραάμ, εν κόλποις, εν τόποις ανέσεως, ένθα το ύδωρ εστί το ζών, τάξαι σε Χριστός ο δι' ημάς νηπιάσας" και "οίς αριθμοίς το πλάσμα σου, νήπιον φοιτήσαν τα νύν προς σε"».
-¨Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θά πλέψω καλά¨.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου